Στο σημερινό μας άρθρο θα αναφερθούμε στον 4 Λόγο του Οσιου Ιωάννη της Κλίμακος στο σύγγραμα του με τίτλο "Περί υπακοής"
Επιμέλεια άρθρου: Dimitris Papadoudis
Φωτογραφία: Vagedim
Πηγή: Αθέατη γνώση
26 Φεβρουαρίου2015
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ λόγος ἔφθασε ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ στοὺς πύκτας καὶ ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπως πρὶν ἀπὸ τὸν καρπὸ ἀναφαίνεται τὸ ἄνθος, ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ προηγεῖται ἡ ξενιτεία, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ θελήματος. Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀρετές, ὡσὰν μὲ χρυσὲς πτέρυγες ἀνέρχεται ἄκοπα στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία ψυχή. Ἴσως μάλιστα γι᾿ αὐτὸ κάποιος πνευματοφόρος ἄνθρωπος νὰ ἔψαλλε: «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι» -μὲ τὴν πράξι- «καὶ καταπαύσω»- μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ´ 7).
2. Ἂν συμφωνῆτε καὶ σεῖς, δὲν πρέπει οὔτε τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν πολεμιστῶν νὰ παραβλέψωμε καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάσωμε μὲ πλήρη περιγραφή. Πῶς δηλαδὴ κρατοῦν γερὰ τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν γυμναστή τους, καὶ μὲ αὐτήν, θὰ ἐλέγαμε, ἀποκρούουν κάθε λογισμὸ ἀπιστίας ἢ μεταβάσεως καὶ ἀναχωρήσεως (ἀπὸ τὴν Μονή). Πῶς ἔχουν ἀνεσπασμένη συνεχῶς τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος καὶ φονεύουν κάθε ἰδικό τους θέλημα ποὺ θὰ ἀναφανῆ. Πῶς ἔχουν φορέσει τοὺς σιδερένιους θώρακες τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πραότητος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀποκρούουν κάθε ὑβρεολογία, κάθε λέξι ποὺ σουβλίζει καὶ κάθε λόγο ποὺ ρίπτεται ἐναντίον τους σὰν βέλος. Πῶς φοροῦν καὶ τὴν «περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου» (Ἐφεσ. ς´ 17), τὴ σκέπη δηλαδὴ ποὺ τοὺς παρέχει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντος. Καὶ δὲν στέκονται μὲ δεμένα τὰ πόδια, ἀλλὰ τὸ ἕνα τὸ προβάλλουν - εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ ὑπηρεσία - καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔχουν ἀκίνητο - εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ προσευχή.
3. Ὑπακοὴ εἶναι ἡ τελεία ἀπάρνησις τῆς ψυχῆς μας (1), ἡ ὁποία φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος. Ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο: Ὑπακοὴ εἶναι νέκρωσις τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐνῷ ὁ νοῦς εἶναι ζωντανός. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέτασι, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῆς στὸν Θεόν, νὰ μὴ φοβῆσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξειδεύῃς στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο, νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι.
4. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καὶ ἀνάστασις τῆς ταπεινώσεως. Δὲν ἀντιλέγει ὁ νεκρὸς οὔτε ξεχωρίζει τὰ καλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ φαίνονται ὡς πονηρά. Διότι ὁ Γέροντάς του, ποὺ τοῦ ἐθανάτωσε μὲ τρόπο θεάρεστο τὴν ψυχή, αὐτὸς θὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα. Ὑπακοὴ σημαίνει νὰ ἀποθέσωμε τὴν ἰδική μας διάκρισι στὴν πλούσια διάκρισι τοῦ Γέροντος.
5. Ἡ ἀρχὴ τῆς νεκρώσεως καὶ κάποιου μέλους τοῦ σώματος καὶ κάποιου θελήματος τῆς ψυχῆς φέρνει πόνο. Στὸ μέσον τῆς νεκρώσεως, ἄλλοτε αἰσθανόμεθα πόνο καὶ ἄλλοτε ὄχι. Καὶ στὸ τέλος ἐπέρχεται παῦσις καὶ ἀναισθησία τοῦ πόνου. Τότε μόνο φαίνεται νὰ πονῆ καὶ νὰ ὑποφέρη ὁ ζωντανὸς αὐτὸς νεκρὸς καὶ μακαρίτης, ὅταν βλέπη πὼς κάνει τὸ θέλημά του. Καὶ τοῦτο, διότι φοβεῖται τὸ βάρος τοῦ πταίσματός του.
6. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐπιχειρήσατε νὰ ἀποδυθῆτε καὶ νὰ εἰσέλθετε στὸ στάδιο αὐτὸ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου, ὅσοι θέλετε νὰ σηκώσετε στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι φροντίζετε νὰ φορτώσετε στὸν τράχηλο κάποιου ἄλλου τὸ ἰδικό σας φορτίο, ὅσοι σπεύδετε νὰ γράψετε σὲ συμβόλαιο τὴν πώλησί σας καὶ θέλετε ἀντὶ αὐτῆς νὰ γραφῆ σὲ σᾶς ἐλευθερία, ὅσοι, τέλος, ὑποβαστάζεσθε καὶ ἀνυψώνεσθε ἀπὸ χέρια ἄλλων καὶ διανύετε ἔτσι τὸ μεγάλο τοῦτο πέλαγος, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσατε νὰ βαδίσετε μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ τραχεία ὁδό, ἡ ὁποία μία καὶ μόνη πλάνη κρύβει: Αὐτὴν ποὺ λέγεται ἰδιορρυθμία. Αὐτὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε ἐντελῶς τὴν ἰδιορρυθμία σὲ ὅσα τοῦ φαίνονται καλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ θεάρεστα, αὐτὸς ἔφθασε στὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ, προτοῦ ἀρχίση νὰ τὴν βαδίζη. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπακοή: Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτόν του σὲ ὅλα τὰ καλὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
7. Ὅταν πρόκειται νὰ κλίνωμε τὸν αὐχένα μας στὸν Κύριον, καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας σὲ ἄλλον, μὲ λογισμὸ ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ κύριο σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴν σωτηρία μας, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδό μας στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, ἂν τυχὸν διαθέτωμε κάποια πονηρία καὶ σύνεσι, ἂς ἐξετάσωμε ἐρευνητικὰ καὶ -ἂς τὸ πῶ ἔτσι- ἂς δοκιμάσωμε τὸν κυβερνήτη. Γιὰ νὰ μὴν πέσωμε σὲ ναύτη ἀντὶ σὲ κυβερνήτη, σὲ ἀσθενῆ ἀντὶ σὲ ἰατρό, σὲ ἐμπαθῆ ἀντὶ σὲ ἀπαθῆ, σὲ πέλαγος ἀντὶ σὲ λιμάνι, καὶ ἔτσι προξενήσωμε στὸν ἑαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.
Μετὰ τὴν εἴσοδό μας ὅμως στὸ στάδιο τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ὑποταγῆς, ποτὲ πλέον καὶ σὲ τίποτε ἀπολύτως ἂς μὴ ἐξετάζωμε τὸν καλὸ ἀγωνοθέτη μας, ἔστω καὶ ἂν παρατηρήσωμε σ᾿ αὐτόν, σὰν σὲ ἄνθρωπο, μερικὰ μικρὰ ἴσως σφάλματα. Διότι διαφορετικὰ τίποτε δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν ὑποταγή, ἐὰν τὸν ἐξετάζωμε καὶ τὸν κρίνωμε.
8. Ὅσοι θέλουν νὰ τρέφουν πάντοτε ἀδίστακτη ἐμπιστοσύνη στοὺς Γέροντες, ἐπιβάλλεται νὰ διατηροῦν ἀλησμόνητα καὶ ἀνεξάλειπτα στὴν καρδιά τους τὰ πνευματικά τους κατορθώματα. Ὥστε, ὅταν οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νὰ ἐνσπείρουν μέσα τους ἀμφιβολία, νὰ τὰ ἐνθυμοῦνται καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουν.
Ὅσο δὲ ἡ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Γέροντα θάλλει μέσα στὴν καρδιά, τόσο τὸ σῶμα προθυμοποιεῖται σὲ κάθε διακονία. Ἐνῷ, ὅταν σκοντάψῃ στὴν ἀπιστία, θὰ πέση, διότι «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ´ 23).
9. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει νὰ ἐξετάσης ἢ νὰ κατακρίνης τὸν Ἡγούμενο, τινάξου μακρυὰ σὰν ἀπὸ πορνεία. Μὴ δώσης καθόλου ἄδεια στὸν ὄφι αὐτὸν οὔτε τόπο οὔτε εἴσοδο οὔτε ἀρχή. Καὶ ἀπάντησε στὸν δράκοντα: «Ὦ ἀπατεών, δὲν ἀνέλαβα ἐγὼ νὰ κρίνω τὸν Ἡγούμενο, ἀλλὰ ἐκεῖνος νὰ κρίνη ἐμένα. Δὲν διωρίσθηκα ἐγὼ κριτής του, ἀλλὰ αὐτὸς ἰδικός μου».
10. Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνῷ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτήν, κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώση νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον.
11. Ὁ ὑποτακτικὸς καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἂν μὲν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ὑπακούη τελείως - ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν φαίνεται τελείως - τότε ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ κάθε καταδίκη. Ἐὰν ὅμως ἱκανοποιῆ σὲ μερικὰ πράγματα τὸ θέλημά του - ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι ὑπακούει - τότε σηκώνει ὁ ἴδιος τὸ φορτίο του. Στὴν περίπτωσι αὐτή, ἂν ὁ Γέροντας δὲν παύη νὰ τὸν ἐλέγχη, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως ἐσιώπησε, τότε δὲν ξεύρω τί νὰ εἰπῶ!
12. Ὅσοι ὑποτάσσονται ἐν Κυρίῳ μὲ ἁπλότητα, αὐτοὶ τελείωνουν καλὰ τὸν δρόμο τους, διότι, ἀποφεύγοντες τὴν λεπτολόγο ἐξέτασι τοῦ Γέροντος, δὲν προσελκύουν κατεπάνω τους τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
13. (Ἀφοῦ ἔλθωμε στὸ Κοινόβιο), πρὶν ἀπὸ ὅλα ἂς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας στὸν καλό μας δικαστῆ, (τὸν Γέροντα), καὶ μόνο σ᾿ αὐτόν, ἂν ὅμως μᾶς προστάξη, καὶ ἐνώπιον ὅλων. Διότι πληγὲς ποὺ φανερώνονται, δὲν χειροτερεύουν, ἀλλὰ θεραπεύονται.
14. Φθάνοντας κάποτε σ᾿ ἕνα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερὴ καὶ ἐκπληκτικὴ κρίσι ἑνὸς καλοῦ κριτοῦ καὶ ποιμένος. Ἐνῷ εὑρισκόμουν ἐκεῖ, ἔτυχε νὰ ἔλθη γιὰ μοναχὸς κάποιος ποὺ ἦταν προηγουμένως λῃστής. Αὐτὸν λοιπὸν ὁ ἄριστος ἐκεῖνος ἰατρὸς καὶ ποιμὴν διέταξε νὰ ἀπολαύση ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες κάθε ἀνάπαυσι, καὶ μόνη ἀπασχόλησι νὰ ἔχη τὸ νὰ παρατηρῆ τὴν ζωὴ καὶ τὴν τάξι τῆς Μονῆς.
Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τὸν ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως ὁ ποιμὴν καὶ τὸν ἐρώτησε ἂν τοῦ ἄρεσε νὰ συγκατοικήση μαζί τους. Ὅταν δὲ τὸν εἶδε νὰ συγκατατίθεται μὲ ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια, τὸν ἐρώτησε πάλι τί ἁμαρτήματα διέπραξε στὸν κόσμο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ τὰ ἐξομολογῆται τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ προθυμία ὅλα, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάση τοῦ εἶπε πάλι: «Θέλω ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ φανερώσης ἐμπρὸς σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα». Καὶ ἐκεῖνος ἔχοντας μισήσει ὁλωσδιόλου τὴν ἁμαρτία του καὶ περιφρονώντας κάθε ἐντροπὴ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε ἀδίστακτα. «Καὶ ἂν θέλης ἀκόμη, τοῦ λέγει, τὰ ἐξομολογοῦμαι καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἀλεξανδρείας».
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό, ὁ Ποιμὴν συναθροίζει στὸ Κυριακὸ ὅλα τὰ (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τὸν ἀριθμό. Καὶ ἐνῷ ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία -ἦταν ἡμέρα Κυριακή- μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, δίδει ἐντολὴ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Ναὸ ὁ ἀθῷος πλέον ἐκεῖνος κατάδικος.
Τὸν ἔσυραν μερικοὶ ἀδελφοὶ κτυπώντας τὸν ἐλαφρά, μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο καὶ ἔχοντας ριγμένη στάχτη στὸ κεφάλι του. Καὶ μόνη ἡ θέα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἐδημιούργησε κατάπληξι σὲ ὅλους, ὥστε ἀμέσως νὰ ξεσπάσουν σὲ δάκρυα καὶ ὀλολυγμούς, ἐφ᾿ ὅσον κανεὶς δὲν ἐγνώριζε τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Ἔπειτα μόλις ἐπλησίασε στὴν πύλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱερὰ ἐκείνη κεφαλή, ὁ φιλάνθρωπος κριτής, τοῦ ἐφώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: «Στάσου! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθης ἐδῶ μέσα».
Ἐκεῖνος τότε ἐταράχθηκε ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Ποιμένος ποὺ τὴν ἄκουσε ἀπὸ τὸ Ἱερό. (Ὅπως ἀργότερα μᾶς ἐβεβαίωνε μὲ ὅρκους, τοῦ ἐφάνηκε ὅτι ἄκουσε βροντὴ καὶ ὄχι φωνὴ ἀνθρώπου). Πέφτει ἀμέσως ἔντρομος μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, συγκλονισμένος ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν φόβο. Ἐνῷ δὲ ἐκείτετο κάτω καὶ ἔβρεχε τὸ χῶμα μὲ τὰ δάκρυά του, ἐκεῖνος ὁ θαυμάσιος ἰατρός, ὁ ὁποῖος μεταχειριζόταν τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ συγχρόνως ἔδιδε σὲ ὅλους ἕνα ὑπόδειγμα σωτηρίας καὶ ἀληθινῆς ταπεινώσεως, τὸν προστάζει νὰ εἰπῆ ἐμπρὸς σὲ ὅλους ὅλα τὰ ἁμαρτήματά του ἕνα-ἕνα ξεχωριστά.
Τότε αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται μὲ τρόμο ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα ἕνα-ἕνα λέγοντας πράγματα ποὺ ἐξένιζαν κάθε ἀνθρώπινη ἀκοή. Ὄχι μόνο σαρκικὰ ἁμαρτήματα παρὰ φύσιν, κατὰ φύσιν, μὲ ἀνθρώπους, μὲ ζῷα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μαγεῖες καὶ φόνους καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀκούση οὔτε νὰ γράψῃ κανείς. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι αὐτή, προστάζει ὁ Ποιμὴν νὰ καρῆ ἀμέσως μοναχὸς καὶ νὰ συγκαταριθμηθῆ στοὺς ἀδελφούς.
15. Ἐγὼ τότε ἐθαύμασα τὴν σοφία τοῦ Ὁσίου ἐκείνου καὶ τὸν ἐρώτησα ἰδιαιτέρως, γιὰ ποιὸ λόγο προέβη στὴν παράδοξη αὐτὴ ἐνέργεια. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἦταν πράγματι ἰατρὸς ψυχῶν, μοῦ ἀπήντησε ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους:
«Πρώτον, χάριν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ὥστε μὲ τὴν ἐντροπὴ τῆς παρούσης ἐξομολογήσεως νὰ τὸν ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν μέλλουσα ἐντροπὴ – πράγμα ποὺ ἀσφαλῶς ἔγινε. Διότι, ἀδελφέ μου Ἰωάννη, δὲν ἐσηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μέχρις ὅτου ἐπέτυχε τὴν ἄφεσι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ μὴν ἀμφιβάλλης γι᾿ αὐτό, διότι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πῆρε θάρρος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔβλεπα τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιον φοβερὸ καὶ ἐπιβλητικὸ ἄνδρα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ γραμμένο καὶ ἕνα κοντύλι ἀπὸ καλάμι. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ριγμένος στὸ ἔδαφος ἐξωμολογεῖτο μία ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μὲ τὸ κοντύλι τὴν διέγραφε». Αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, σύμφωνα καὶ μὲ τὰ λόγια (του Δαβίδ): «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφήκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα´ 5). Δεύτερον, τὸ ἔκανα αὐτό, ἐπειδὴ ἔχω μερικοὺς ἀδελφοὺς μὲ ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοὺς παρακινῶ καὶ ἐκείνους στὴν ἐξομολόγησι, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ ἐπιτύχη τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του».
16. Εἶδα καὶ ἄλλα πολλὰ ἀξιοθαύμαστα καὶ ἀξιομνημόνευτα πράγματα, κοντὰ στὸν ἀείμνηστο ἐκεῖνο Ποιμένα καὶ τὸ ποίμνιό του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα θὰ προσπαθήσω νὰ σὰς τὰ παρουσιάσω. Διότι ἔμεινα κοντὰ τοὺς ἀρκετὸ καιρό, ἐξετάζοντας τὴν ζωή τους, ἡ ὁποία μου προξενοῦσε ὑπερβολικὸ θαυμασμὸ καθὼς ἔβλεπα πῶς οἱ ἐπίγειοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι ἐμιμοῦντο τοὺς οὐρανίους!
Συνδέονταν μεταξύ τους μὲ ἀδιάρρηκτο δεσμὸ ἀγάπης, χωρὶς ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη -πράγμα πολὺ θαυμαστό- νὰ ἔχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ἢ ἀργολογία. Πρὶν ἀπὸ ὅλα ἐφρόντιζαν νὰ μὴ τραυματίσουν σὲ τίποτε τὴν συνείδησι τοῦ ἀδελφοῦ. Ἐὰν τυχὸν εὑρισκόταν κανεὶς μὲ μίσος πρὸς τοὺς ἄλλους, ὁ Ποιμὴν τὸν ἐξώριζε ὡς κατάδικο στὸ ἰδιαίτερο καὶ ἀπομονωμένο Μοναστήρι (2).
Ὅταν κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ὡμίλησε στὸν Ποιμένα ὑβριστικὰ εἰς βάρος ἄλλου ἀδελφοῦ, τὴν ἴδια στιγμὴ διέταξε ὁ ὁσιώτατος Ποιμὴν νὰ ἐκδιωχθῆ. «Δὲν ἀνέχομαι -εἶπε- νὰ ὑπάρχη στὴν Μονὴ καὶ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος διάβολος».
Στοὺς ὁσίους αὐτοὺς μοναχοὺς εἶδα ὁμολογουμένως ὠφέλιμα καὶ ἀξιοθαύμαστα πράγματα. Εἶδα μία ἀδελφότητα, ἐν Κυρίῳ συναθροισμένη καὶ ἑνωμένη, ποὺ κατέκτησε σὲ θαυμαστὸ βαθμὸ τόσο τὴν πρακτικὴ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅσο καὶ τὴν θεωρία.
Ἀσκοῦσαν καὶ ἐγύμναζαν τὸν ἑαυτό τους τόσο πολὺ στὰ πνευματικά, ὥστε νὰ περιττεύη ἡ ὑπόμνησις τοῦ Γέροντος. Ὁ καθένας αὐτοπροαίρετα ξυπνοῦσε καὶ παρακινοῦσε τὸν ἄλλον στὴν πνευματικὴ ἐπαγρύπνησι. Ὑπῆρχαν μάλιστα στὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς τους ὡρισμένα ἱερὰ γυμνάσματα καλομελετημένα καὶ παγιωμένα.
Ἔτσι, ἂν συνέβαινε κάποτε στὴν ἀπουσία τοῦ Γέροντος νὰ παρασυρθῆ κάποιος στὴν κακολογία ἢ στὴν κατάκρισι ἢ στὴν ἀργολογία, τότε ἕνας ἀδελφὸς κάνοντάς του ἕνα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο νεῦμα τοῦ ὑπενθύμιζε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν συνέφερε. Ἐὰν τυχὸν δὲν ἔδειχνε συναίσθησι, ὁ ἀδελφὸς ποὺ τοῦ ἔκανε τὴν ὑπόμνησι ἔβαζε μετάνοια καὶ ἔφευγε.
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν συνομιλιῶν, ἂν χρειαζόταν νὰ εἰποῦν κάτι, εἶχαν σὰν μοναδικὴ καὶ παντοτεινὴ συζήτησι τὴν ἀνάμνησι τοῦ θανάτου καὶ τὴν σκέψι τῆς αἰωνίου κολάσεως.
17. Δὲν θὰ σὰς ἀποσιωπήσω καὶ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ θαυμαστὸ ἔργο τοῦ μαγείρου τους. Βλέποντάς τον νὰ ἔχη παντοτεινὴ περισυλλογὴ καὶ δάκρυα στὸ διακόνημά του, τὸν ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰπῆ πῶς ἀξιώθηκε νὰ λάβη ἕνα τέτοιο χάρισμα, καὶ ἐκεῖνος στὴν ἐπιμονή μου ἀποκρίθηκε: «Ποτὲ δὲν σκέφθηκα ὅτι ὑπηρετῶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸν Θεόν. Ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἀνάξιο γιὰ κάθε εἴδους ἀνάπαυσι καὶ ἡ θέα αὐτῆς τῆς φωτιᾶς μου ἐνθυμίζει συνεχῶς τὴν μελλοντικὴ φλόγα τῆς κολάσεως».
18. Ἀκούσατε καὶ ἄλλο παράδοξο κατόρθωμα τῶν μοναχῶν αὐτῶν: Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης, δὲν διέκοπταν τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Μὲ κάποιο συγκεκριμένο ἀλλὰ μυστικὸ νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς. Καὶ αὐτό, ὄχι μόνο στὴν τράπεζα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε συνάντησι καὶ σύναξί τους.
Ὅταν τυχὸν ἔπεφτε κάποιος σὲ παράπτωμα, τότε τὸν παρακαλοῦσαν καὶ τὸν ἱκέτευαν πολὺ οἱ ἄλλοι, νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ μεριμνήσουν αὐτοί, νὰ ἀπολογηθοῦν αὐτοὶ στὸν Ποιμένα καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίπληξι.
Ὁ μέγας ἐκεῖνος Ποιμὴν τὸ ἀντελήφθηκε αὐτὸ καὶ τοὺς ἔβαζε ἐλαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ὅτι ὁ τιμωρούμενος εἶναι ἀθῷος. Ὡστόσο ὅμως δὲν ἐπιζητοῦσε νὰ μάθῃ τὸν πραγματικὸ ἔνοχο.
Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ ἐκείνους ἐκδηλώσεις ποὺ νὰ ἐνθυμίζουν ἀργολογία ἢ ἀστειολογία!
Ἐὰν ἐπίσης ἄρχιζε κάποιος νὰ φιλονικῆ μὲ τὸν πλησίον του, ὁ τρίτος ποὺ τύχαινε νὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ ἔβαζε μετάνοια καὶ διέλυε τὴν ὀργή. Ὅταν δὲ ἀντιλαμβανόταν πὼς ἔμενε μέσα τοὺς μνησικακία, τὸ ἀνέφερε ἀμέσως στὸν Δεύτερο -μετὰ τὸν Γέροντα- καὶ αὐτὸς ἐφρόντιζε νὰ συμφιλιωθοῦν πρὶν δύση ὁ ἥλιος (πρβλ. Ἐφ. δ´ 26). Ἐὰν ὅμως ἐσκλήρυναν τὴν στάσι τους καὶ ἐπέμεναν, τότε ἐτιμωροῦντο μὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἕως ὅτου συμφιλιωθοῦν, ἢ ἀπεβάλλοντο ἀπὸ τὴν Μονή.
Ἡ διαγωγή τους αὐτή, ἡ τόσο ἀξιέπαινος καὶ προσεκτική, δὲν ἦταν πράγμα μάταιο καὶ ἀνωφελές, ἀλλὰ ἀντιθέτως παρουσίαζε πολλοὺς ἐμφανεῖς καρπούς.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁσίους ἐκείνους ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι στὴν πρακτικὴ καὶ στὴν θεωρητικὴ ζωή, στὴν διάκρισι καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἀντίκρυζε δὲ κανεὶς σ᾿ αὐτοὺς ἕνα θέαμα ἐκπληκτικὸ καὶ ἀγγελοπρεπές: Ὁλόλευκοι ἡλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι καὶ ἱεροπρεπεῖς, νὰ τρέχουν δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ ἔχοντας ὡς μεγαλύτερό τους καύχημα τὴν ταπείνωσί τους.
19. Εἶδα ἐκεῖ ἄνδρας ποὺ εἶχαν πενήντα περίπου χρόνια στὴν ὑπακοή, καὶ τοὺς ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰποῦν ποιὰ πνευματικὴ παρηγορία ἀπέκτησαν ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο. Ἄλλοι ὡμολογοῦσαν ὅτι ἔφθασαν σὲ ἄβυσσο ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ αὐτὴν ἀποκρούουν ἐπιτυχῶς κάθε ἐπίθεσι τοῦ ἐχθροῦ. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ὑπομένουν ἀναίσθητα καὶ ἀνώδυνα κάθε κακολογία καὶ ὕβρι.
Εἶδα καὶ ἄλλους ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀειμνήστους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁλόλευκοι ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ ἀγγελοειδεῖς. Εἶχαν φθάσει σὲ βαθύτατη ἀκακία καὶ ἁπλότητα, ἁπλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη μὲ τὴν ἀγαθή τους προαίρεσι καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀλογίκευτη καὶ ἀσύνετη σὰν ἐκείνη ὡρισμένων κοσμικῶν γερόντων, ποὺ τοὺς ὀνομάζουν φλύαρους καὶ «ξεκουτιασμένους».
Ἐφαίνοντο δὲ ἐξωτερικὰ τελείως ἤπιοι, προσηνεῖς, φαιδροί, χωρὶς τίποτε τὸ ἐπίπλαστο καὶ ἐπιτηδευμένο κὰ νοθευμένο στοὺς λόγους καὶ στὴν συμπεριφορά τους. Πράγματα ποὺ δὲν συναντῶνται εὔκολα! Ἐσωτερικά, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους ἀνέπνεαν σὰν ἄκακα νήπια τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα. Τὸ δὲ νοερό τους βλέμμα τὸ εἶχαν στραμμένο - ὠργισμένο καὶ ἀλύγιστο - ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν.
20. Δὲν θὰ ἐπαρκέση ὅμως, ὦ ἱερὲ φίλε μετὰ τῆς θεοφιλοῦς συνοδίας σου, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου, προκειμένου νὰ ἐξιστορήσω τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν οὐρανομίμητη ζωὴ τῶν μακαρίων ἐκείνων μοναχῶν. Ἀλλὰ εἶναι προτιμότερο νὰ κοσμήσω τὸν ἀκόσμητο λόγο μου μὲ τοὺς ἱδρώτας ἐκείνων, καὶ νὰ σᾶς διεγείρω ἔτσι σὲ θεάρεστο ζῆλο καὶ μίμησι, παρὰ μὲ τὶς ἰδικές μου πτωχὲς παραινέσεις, διότι «χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος κατακοσμεῖται» (πρβλ. Ἑβρ. ζ´ 7).
Μόνο σᾶς παρακαλῶ, μὴν ὑποψιασθῆτε καθόλου ὅτι σᾶς γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει τὴν ὠφέλεια.
21. Ἂς συνεχίσωμε λοιπὸν τὴν προηγούμενη διήγησι. Στὸ Κοινόβιο αὐτὸ εἶχε κοινοβιάσει πρὶν ἀπὸ μερικὰ ἔτη κάποιος Ἰσίδωρος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπὸ ἀρχοντικὴ τάξι. Αὐτὸν τὸν ἐπρόλαβα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ. Ὅταν τὸν ὑποδέχθηκε ὁ ὁσιώτατος ἐκεῖνος Ποιμήν, εἶδε ὅτι ἦταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, ἐπιβλητικὸς καὶ ἀγέρωχος. Καὶ ἐσκέφθηκε μὲ ἕνα ἀνθρώπινο τέχνασμα νὰ νικήση τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
Λέγει λοιπὸν στὸν Ἰσίδωρο: «Ἂν πραγματικὰ ἀπεφάσισες νὰ σηκώσης τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα σοῦ ζητῶ εἶναι νὰ ἀσκῆς τὴν ὑπακοή». «Ὅπως τὸ σίδερο στὸν σιδηρουργό, ἔτσι ἁγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στὴν ὑπακοή», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Ἱκανοποιημένος τότε ὁ μέγας Ποιμὴν ἀπὸ τὴν ἀπάντησι καὶ τὴν παρομοίωσι, προχώρησε ἀμέσως καὶ ἔδωσε στὸν σιδερένιο Ἰσίδωρο τὸ γύμνασμά του:
«Θέλω, ἀδελφέ, νὰ κάθεσαι στὴν πύλη τῆς Μονῆς καὶ μὲ φυσικότητα σὲ καθέναν ποὺ θὰ εἰσέρχεται ἢ θὰ ἐξέρχεται, νὰ βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου γιὰ μένα, πάτερ, διότι εἶμαι ἐπιληπτικός». Ὁ Ἰσίδωρος ὑπήκουσε σὰν ἄγγελος στὸν Κύριον.
Συνεπλήρωσε ἑπτὰ χρόνια σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄσκησι, καὶ ἔφθασε ἔτσι σὲ βαθύτατη ταπείνωσι καὶ κατάνυξι.
Τότε ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Ποιμήν, ἀφοῦ πέρασε ἡ «νομικὴ ἑπταετία» καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀφάνταστη ὑπομονὴ τοῦ Ἰσιδώρου, ἀπεφάσισε νὰ τὸν συγκαταριθμήση στοὺς ἀδελφοὺς -ἦταν ὑπεράξιος- καὶ ἐπὶ πλέον νὰ τὸν χειροτονήση κληρικό.
Ἐκεῖνος ὅμως μέσῳ ἄλλων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, ἱκέτευσε τὸν Ποιμένα νὰ τὸν ἀφήση νὰ τελειώση τὸν δρόμο του μὲ τὴν ἴδια ἄσκησι. Στὴν παράκλησί του αὐτὴ ἄφινε νὰ ὑποδηλωθῆ κάπως ἀμυδρὰ ὅτι ἔφθανε στὸ τέλος του, ὅτι ἐπλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Διδάσκαλος τὸν ἄφησε στὴν ἴδια θέσι, καὶ ὕστερα ἀπὸ δέκα ἡμέρες «δι᾿ ἀδοξίας ἐνδόξως ἐξεδήμησε» πρὸς τὸν Κύριον. Ἑπτὰ δὲ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησί του παρέλαβε κοντά του καὶ τὸν θυρωρὸ τῆς Μονῆς.
Τοῦ εἶχε εἰπεῖ, ὅτι «ἐὰν βρῶ παρρησία στὸν Κύριον, σύντομα θὰ σὲ ἔχω κοντά μου, γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ ἐκεῖ ἀχώριστοι». Ἔτσι καὶ ἔγινε, ὥστε νὰ φανερωθῆ ἀπόλυτα καὶ νὰ ἐπικυρωθῆ (ἀπὸ τὸν Θεόν) ἡ ἀκαταίσχυντος ὑπακοὴ καὶ ἡ θεομίμητος ταπείνωσίς του.
22. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ὁ μέγας αὐτὸς Ἰσίδωρος, τὸν ἐρώτησα τί ἐργασία εἶχε ὁ νοῦς του, καθὼς εὑρισκόταν ἐκεῖ ἐμπρὸς στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Καὶ δὲν μοῦ τὸ ἀπέκρυψε ὁ ἀείμνηστος θέλοντας νὰ μὲ ὠφελήση.
«Στὴν ἀρχὴ μέν, μοῦ εἶπε, συλλογιζόμουν ὅτι πωλήθηκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ ὡς ἐκ τούτου μὲ πολλὴ πικρία καὶ βία καὶ αἱματηρὸ ἀγώνα ἔκανα τὶς μετάνοιες. Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ἕνας χρόνος, τότε πλέον ἡ καρδιά μου δὲν αἰσθανόταν λύπη, ἀλλὰ ἐπερίμενα ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς μου. Καὶ ὅταν ἐπέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, τότε ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου μὲ βαθειὰ συναίσθησι ὡς ἀνάξιο νὰ διαμένη στὴν Μονή, νὰ βλέπη καὶ νὰ συναντᾶ τοὺς πατέρες, νὰ μεταλαμβάνη τῶν θείων Μυστηρίων καὶ νὰ ἀντικρύζη ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δὲ κάτω τὸ βλέμμα καὶ πιὸ κάτω ἀκόμη τὴν σκέψι περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἱκέτευα τοὺς εἰσερχομένους καὶ ἐξερχομένους νὰ προσεύχωνται γιὰ μένα».
23. Κάποτε, ἐνῷ καθόμαστε μαζὶ στὴν τράπεζα, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἡγούμενος ἔγειρε στὸ αὐτί μου τὸ ἅγιό του στόμα καὶ μοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ σοῦ δείξω θεϊκὸ φρόνημα μέσα σὲ βαθύτατο γῆρας»; Ἀφοῦ δὲ ἐγὼ τὸν παρεκάλεσα γι᾿ αὐτό, φωνάζει ὁ δίκαιος κάποιον ἀπὸ τὸ δεύτερο τραπέζι, ποὺ ὠνομαζόταν Λαυρέντιος καὶ εἶχε σαράντα ὀκτὼ περίπου χρόνια στὸ Μοναστήρι -ἦταν μάλιστα καὶ ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰν πρεσβύτερος στὸ ἱερατεῖο τῆς Μονῆς. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Λαυρέντιος, ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του. Ἀφοῦ ὅμως σηκώθηκε, δὲν τοῦ εἶπε τίποτε ἀπολύτως, ἀλλὰ τὸν ἄφησε νὰ ἵσταται ὄρθιος ἐμπρὸς στὸ τραπέζι καὶ χωρὶς νὰ τρώγη (ἐνῷ εὑρισκόμεθα ἀκόμη στὴν ἀρχὴ τοῦ γεύματος). Καὶ ἔμεινε στὴν θέσι αὐτὴ ὄρθιος μία ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ δυό, ὥστε ἐγὼ ἔφθασα στὸ σημεῖο νὰ ἐντρέπωμαι καὶ νὰ ἀτενίσω ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τὸν ἐργάτη αὐτὸν τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἦταν ὁλόλευκος γέρων ὀγδόντα ἐτῶν. Περίμενε ἐκεῖ, χωρὶς νὰ λάβη ἀπάντησι, μέχρι τέλους τοῦ φαγητοῦ, ὁπότε, ὅταν ἐμεῖς σηκωθήκαμε, τὸν στέλνει ὁ Ὅσιος στὸν μέγα Ἰσίδωρο, ποὺ ἀνέφερα ἐνωρίτερα, νὰ τοῦ εἰπῆ τὴν ἀρχὴ τοῦ τριακοστοῦ ἐνάτου Ψαλμοῦ, (δηλαδή: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι, καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου»).
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ σὰν πονηρότατος δὲν παρέλειψα νὰ ἐξετάσω καὶ νὰ δοκιμάσω τὸν γέροντα. Τὸν ἐρώτησα λοιπόν, τί σκεπτόταν ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα, ὄρθιος, ἐμπρὸς στὸ τραπέζι. «Οὐδέποτε -μοῦ ἀπήντησε- ἔβαλα στὸ νοῦ μου ὅτι μὲ διατάζει ὁ Ἡγούμενος, ἀλλ᾿ ὁ Θεός, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Ποιμένος ἐτοποθέτησα τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο, πάτερ Ἰωάννη, τὴν ὥρα ἐκείνη προσευχόμουν στὸν Θεόν, σὰν νὰ εὑρισκόμουν ὄχι ἐμπρὸς σὲ τραπέζι ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐνώπιον τοῦ θείου θυσιαστηρίου. Δὲν δέχθηκα κανέναν πονηρὸ λογισμὸ ἐναντίον τοῦ Ποιμένος, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ τρέφω ἀπέναντί του, διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 5). Ἐπὶ πλέον ὅμως, γνώριζε καὶ τοῦτο, πάτερ, ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ παραδώση τὸν ἑαυτόν του αὐτοπροαίρετα στὶς ἀρετῆς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀκακίας, δὲν παραχωρεῖ πλέον στὸν πονηρὸ «χῶραν ἢ ὥραν», γιὰ νὰ τὸν βλάψη.
24. Καθὼς ἀληθινὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ὁ σωτὴρ καὶ ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, παρόμοιον τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεὸς καὶ τὸν οἰκονόμο τῆς Μονῆς, σώφρονα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, καὶ πρᾴο ὅσο ἐλάχιστοι. Μία φορὰ λοιπὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί, ὁ μεγάλος (Γέροντας) τὸν ἐπέπληξε ἄδικα μέσα στὸ Κυριακὸ καὶ διέταξε, ἄκαιρα, νὰ τὸν βγάλουν ἔξω! Ἐγὼ δέ, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀθῷος σε ἐκεῖνο ποὺ τὸν κατηγοροῦσε ὁ Ποιμήν, ἀπολογήθηκα ὑπὲρ αὐτοῦ ἰδιαιτέρως.
«Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, πάτερ, ὅτι εἶναι ἀθῷος, μοῦ ἀπήντησε ὁ σοφός. Ἀλλ᾿ ὅπως εἶναι πράγμα οἰκτρό, νὰ ἁρπάξης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πεινασμένου νηπίου, ἔτσι ἀδικεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἐργάτη ὁ ὑπεύθυνος τῶν ψυχῶν, ὅταν δὲν τοῦ προξενῆ κάθε ὥρα στεφάνους, ὅσους γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπομείνη εἴτε μὲ ὕβρεις εἴτε μὲ ἀτιμίες εἴτε μὲ ἐξευτελισμοὺς καὶ ἐμπαιγμούς. Διότι ἔτσι προκαλεῖ τρεῖς πολὺ μεγάλες ἀδικίες:
Πρῶτον, στερεῖται ὁ ἴδιος τὸν μισθὸ ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησι.
Δεύτερον, ὅτι ἐνῷ μποροῦσε νὰ ὠφελήση καὶ ἄλλους μὲ τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, δὲν τὸ ἔπραξε.
Καὶ τρίτον -τὸ πιὸ σοβαρό- ὅτι πολλὲς φορὲς καὶ αὐτοὶ ποὺ φαίνονται καλοὶ καὶ ὑπομονητικοί, ὅταν παραμεληθοῦν πολὺν καιρὸ καὶ ὡς δῆθεν ἐνάρετοι δὲν ἐλέγχωνται πλέον οὔτε ὀνειδίζωνται ἀπὸ τὸν Γέροντα, ὑποβαθμίζονται καὶ χάνουν τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονὴ ποὺ εἶχαν. Διότι ὅσο καλὸ καὶ καρποφόρο καὶ παχὺ καὶ ἂν εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὅταν τοῦ λείψῃ τὸ πότισμα μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀτιμίας, τότε θὰ χορταριάση καὶ θὰ βλαστήση ἀγκάθια ὑπερηφανείας καὶ πορνείας καὶ ἀφοβίας. Τοῦτο γνωρίζοντας ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀπόστολος, ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Ἐπίστηθι, ἐπενέχθητι, ἐπίπληξον αὐτοῖς εὐκαίρως, ἀκαίρως» (πρβλ. Β´ Τιμοθ. δ´ 2).
Ἐγὼ δὲ ἔφερνα ἀντιρρήσεις στὸν (σοφὸ αὐτόν) ὁδηγὸ προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας καὶ συνεπῶς τὸν φόβο μήπως οἱ πολλοί, μὲ τὴν ἄδικη ἐπίπληξι -ἀκόμη ἴσως καὶ μὲ τὴν ὄχι ἄδικη- φθάσουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ τὸ Κοινόβιο.
Μοῦ ἀπήντησε τότε τὸ κατοικητήριο αὐτὸ τῆς σοφίας:
«Ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἐδέθηκε χάριν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ποιμένα μὲ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη, ὑπομένει μέχρις αἵματος καὶ δὲν ἀπομακρύνεται καὶ μάλιστα ἐὰν τυχὸν ἔχη εὐεργετηθῆ ἀπὸ αὐτὸν στὴ θεραπεία ψυχικῶν της τραυμάτων. Καὶ ἐνθυμεῖται τοὺς λόγους ἐκείνου ποὺ εἶπε: «Οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται χωρίσαι ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. η´ 38-39). Τὴν ψυχὴ ὅμως ἡ ὁποία δὲν ἐδέθηκε καὶ δὲν ἑνώθηκε σφικτὰ καὶ δὲν προσκολλήθηκε στὸν Ποιμένα, θὰ ἀπορῶ πολύ, ἐὰν τὴν ἰδῶ νὰ μὴ συνεχίζη ἄσκοπα τὴν παραμονή της στὸ Μοναστήρι, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει συνδεθεῖ μὲ ἐπιφανειακὴ ὑποταγή».
Καὶ πραγματικὰ δὲν διεψεύσθη ὁ μέγας αὐτὸς Ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ὡδήγησε καὶ ἐτελειοποίησε καὶ προσέφερε στὸν Χριστὸ καθαρὰ καὶ ἄμωμα θύματα.
25. Ἂς ἀκούσωμε τώρα καὶ ἂς θαυμάσωμε θεϊκὴ σοφία ποὺ εὑρέθηκε μέσα σὲ «ὀστράκινα» σώματα. Ὅσο καιρὸ ἤμουν ἐκεῖ, ἐκαμάρωνα τὴν πίστι καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀδάμαστη καρτερία τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν στὶς ἐπιτιμήσεις, στὶς περιφρονήσεις καὶ στὶς διώξεις -μερικὲς φορές- ὄχι μόνο ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ τῶν πολὺ μικροτέρων ἀδελφῶν. Καὶ χάριν πνευματικῆς οἰκοδομῆς ἐρώτησα ἕναν ἀδελφό, ποὺ λεγόταν Ἀββάκυρος καὶ εἶχε δεκαπέντε χρόνια στὴν Μονή.
Τὸν ἀδελφὸ αὐτὸν ἔβλεπα νὰ τὸν μαλώνουν ὅλοι σχεδόν, καὶ μερικὲς φορὲς μάλιστα νὰ τὸν διώχνουν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα οἱ διακονηταί, ἐπειδὴ εἶχε ἐκ φύσεως τὸ ἐλάττωμα νὰ εἶναι ὀλίγο φλύαρος.
Τοῦ εἶπα λοιπόν: «Γιατί, ἀδελφὲ Ἀββάκυρε, βλέπω κάθε ἡμέρα νὰ σὲ διώχνουν ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ πολλὲς φορὲς νὰ κοιμᾶσαι νηστικός»; Ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε: «Πίστεψέ μὲ, πάτερ, ὅτι μὲ δοκιμάζουν οἱ πατέρες μου, ἂν κάνω γιὰ μοναχός. Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνουν στὰ ἀληθινά. Καὶ ἐγὼ γνωρίζοντας τὸν σκοπὸ τοῦ μεγάλου, (δηλαδὴ τοῦ Γέροντος), καὶ τῶν ἀδελφῶν, τὰ ὑπομένω ὅλα χωρὶς κόπο. Καὶ νά, ποὺ συμπλήρωσα δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὸν λογισμὸ αὐτόν. Ἔτσι ἄλλωστε μοῦ εἶπαν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ὅτι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αὐτοὺς ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ εἰσέρχονται στὴν Μονή. Καὶ δικαίως, πάτερ Ἰωάννη! Διότι ἐὰν δὲν ὑποβληθῆ σὲ δοκιμασία ὁ χρυσός, δὲν θεωρεῖται καθαρός».
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γενναῖος Ἀββάκυρος ἀγωνίσθηκε δυὸ ἀκόμη χρόνια -μετὰ τὴν ἐπίσκεψί μου στὸ Μοναστήρι-, καὶ ἔτσι ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Καὶ πρὶν ξεψυχήση εἶπε πρὸς τοὺς πατέρας: «Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τὸν Κύριον καὶ σᾶς. Διότι μὲ τὸ νὰ μὲ πειράζετε ἐσεῖς γιὰ νὰ μὲ σώσετε, δὲν μὲ ἐπείραξαν οἱ δαίμονες δεκαεπτὰ ὁλόκληρα ἔτη»!
Ὁ ποιμήν, ποὺ πάντοτε ἔκρινε δίκαια, διέταξε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν σὰν ὁμολογητὴ -τοῦ ἄξιζε- ἀνάμεσα στοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους τῆς Μονῆς.
26. Θὰ ζημιώσω ὁπωσδήποτε τοὺς ζηλωτὰς τῶν καλῶν, ἐὰν θάψω στὸ μνῆμα τῆς σιωπῆς τὸ κατόρθωμα καὶ ἄθλημα τοῦ Μακεδονίου, τοῦ πρώτου διακόνου τῆς Μονῆς.
Αὐτός, ὁ ἰδιαίτερα ἠγαπημένος ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅταν κάποτε ἐπλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τὸν ποιμένα -δυὸ ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτή- νὰ μεταβῆ στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ κάποια του ἀνάγκη, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ τὸ γρηγορώτερο, γιὰ τὴν Ἀκολουθία καὶ ἑτοιμασία τῆς ἑορτῆς.
Ὁ μισόκαλος ὅμως διάβολος ἔφερε ἐμπόδιο στὸν ἀρχιδιάκονο καὶ ὡδήγησε τὰ πράγματα ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ ἔφυγε, νὰ μὴ προφθάσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Μονὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἁγίας ἑορτῆς, σύμφωνα μὲ τὴν διορία ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Γέροντα.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε, μία ἡμέρα ἀργότερα, τὸν βγάζει ὁ Ποιμὴν ἀπὸ τὴν θέσι τῶν διακόνων καὶ τὸν κατεβάζει στὴν τάξι τῶν τελευταίων ἀρχαρίων. Καὶ ὁ καλὸς ὑπηρέτης καὶ διάκονος τῆς ὑπομονῆς καὶ ἀρχιδιάκονος τῆς καρτερίας δέχεται τὸν ὁρισμὸ καὶ τὴν ἀπόφασι τοῦ Πατρὸς χωρὶς τὴν παραμικρὴ λύπη, σὰν νὰ ἐπιτιμήθηκε ἄλλος καὶ ὄχι αὐτός. Καὶ ὅταν συμπλήρωσε σαράντα ἡμέρες στὴν θέση αὐτή, ὁ σοφὸς Γέροντας τὸν ἐπανέφερε πάλι στὴν κανονική του σειρά. Τὴν ἑπομένη ὅμως ἡμέρα ὁ ἀρχιδιάκονος τὸν ἱκετεύει νὰ τὸν τοποθετήση πάλι στὴν ἴδια τιμωρία καὶ ἀτιμία, διότι -ἔλεγε- ἔπεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια σὲ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα.
Ὁ Ὅσιος κατάλαβε βεβαίως ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι τοῦ τὸ ζητοῦσε ἀπὸ ταπείνωσι, ὡστόσο ὅμως ὑποχώρησε στὴν καλὴ ἐπιθυμία τοῦ ἐργάτου. Ἔτσι ἔβλεπε κανεὶς ἕναν ὁλόλευκο καὶ σεβάσμιο γέροντα νὰ εὑρίσκεται στὴν τάξι τῶν ἀρχαρίων καὶ νὰ τοὺς παρακαλῆ ὅλους ἀπὸ καρδίας νὰ προσεύχωνται γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ -ὅπως ἔλεγε- ἔπεσε στὴν πορνεία τῆς παρακοῆς. Ὁ μέγας αὐτὸς Μακεδόνιος ἐμπιστεύθηκε στὴν ταπεινότητά μου τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία προσέτρεξε στὴν ταπεινωτικὴ αὐτὴ κατάστασι: «Ποτὲ ἄλλοτε, μοῦ εἶπε, δὲν αἰσθάνθηκα μέσα μου, ὅπως τώρα, τόση ἀνακούφισι ἀπὸ πολέμους καὶ τόση γλυκύτητα ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φῶς»!
27. Ἴδιον τῶν ἀγγέλων εἶναι τὸ νὰ μὴ πέφτουν, ἴσως διότι καὶ δὲν μποροῦν (πλέον) νὰ πέσουν, ὅπως λέγουν ὡρισμένοι. Τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιον νὰ πέφτουν, ἀλλὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν. Μόνο στοὺς δαίμονας συμβαίνει, ἀφοῦ μία φορὰ ἔπεσαν, νὰ μὴν ὑπάρχη πλέον περίπτωσις νὰ σηκωθοῦν.
atheatignosi
Επιμέλεια άρθρου: Dimitris Papadoudis
Φωτογραφία: Vagedim
Πηγή: Αθέατη γνώση
26 Φεβρουαρίου2015
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ λόγος ἔφθασε ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ στοὺς πύκτας καὶ ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπως πρὶν ἀπὸ τὸν καρπὸ ἀναφαίνεται τὸ ἄνθος, ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ προηγεῖται ἡ ξενιτεία, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ θελήματος. Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀρετές, ὡσὰν μὲ χρυσὲς πτέρυγες ἀνέρχεται ἄκοπα στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία ψυχή. Ἴσως μάλιστα γι᾿ αὐτὸ κάποιος πνευματοφόρος ἄνθρωπος νὰ ἔψαλλε: «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι» -μὲ τὴν πράξι- «καὶ καταπαύσω»- μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ´ 7).
2. Ἂν συμφωνῆτε καὶ σεῖς, δὲν πρέπει οὔτε τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν πολεμιστῶν νὰ παραβλέψωμε καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάσωμε μὲ πλήρη περιγραφή. Πῶς δηλαδὴ κρατοῦν γερὰ τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν γυμναστή τους, καὶ μὲ αὐτήν, θὰ ἐλέγαμε, ἀποκρούουν κάθε λογισμὸ ἀπιστίας ἢ μεταβάσεως καὶ ἀναχωρήσεως (ἀπὸ τὴν Μονή). Πῶς ἔχουν ἀνεσπασμένη συνεχῶς τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος καὶ φονεύουν κάθε ἰδικό τους θέλημα ποὺ θὰ ἀναφανῆ. Πῶς ἔχουν φορέσει τοὺς σιδερένιους θώρακες τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πραότητος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀποκρούουν κάθε ὑβρεολογία, κάθε λέξι ποὺ σουβλίζει καὶ κάθε λόγο ποὺ ρίπτεται ἐναντίον τους σὰν βέλος. Πῶς φοροῦν καὶ τὴν «περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου» (Ἐφεσ. ς´ 17), τὴ σκέπη δηλαδὴ ποὺ τοὺς παρέχει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντος. Καὶ δὲν στέκονται μὲ δεμένα τὰ πόδια, ἀλλὰ τὸ ἕνα τὸ προβάλλουν - εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ ὑπηρεσία - καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔχουν ἀκίνητο - εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ προσευχή.
3. Ὑπακοὴ εἶναι ἡ τελεία ἀπάρνησις τῆς ψυχῆς μας (1), ἡ ὁποία φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος. Ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο: Ὑπακοὴ εἶναι νέκρωσις τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐνῷ ὁ νοῦς εἶναι ζωντανός. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέτασι, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῆς στὸν Θεόν, νὰ μὴ φοβῆσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξειδεύῃς στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο, νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι.
4. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καὶ ἀνάστασις τῆς ταπεινώσεως. Δὲν ἀντιλέγει ὁ νεκρὸς οὔτε ξεχωρίζει τὰ καλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ φαίνονται ὡς πονηρά. Διότι ὁ Γέροντάς του, ποὺ τοῦ ἐθανάτωσε μὲ τρόπο θεάρεστο τὴν ψυχή, αὐτὸς θὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα. Ὑπακοὴ σημαίνει νὰ ἀποθέσωμε τὴν ἰδική μας διάκρισι στὴν πλούσια διάκρισι τοῦ Γέροντος.
5. Ἡ ἀρχὴ τῆς νεκρώσεως καὶ κάποιου μέλους τοῦ σώματος καὶ κάποιου θελήματος τῆς ψυχῆς φέρνει πόνο. Στὸ μέσον τῆς νεκρώσεως, ἄλλοτε αἰσθανόμεθα πόνο καὶ ἄλλοτε ὄχι. Καὶ στὸ τέλος ἐπέρχεται παῦσις καὶ ἀναισθησία τοῦ πόνου. Τότε μόνο φαίνεται νὰ πονῆ καὶ νὰ ὑποφέρη ὁ ζωντανὸς αὐτὸς νεκρὸς καὶ μακαρίτης, ὅταν βλέπη πὼς κάνει τὸ θέλημά του. Καὶ τοῦτο, διότι φοβεῖται τὸ βάρος τοῦ πταίσματός του.
6. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐπιχειρήσατε νὰ ἀποδυθῆτε καὶ νὰ εἰσέλθετε στὸ στάδιο αὐτὸ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου, ὅσοι θέλετε νὰ σηκώσετε στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι φροντίζετε νὰ φορτώσετε στὸν τράχηλο κάποιου ἄλλου τὸ ἰδικό σας φορτίο, ὅσοι σπεύδετε νὰ γράψετε σὲ συμβόλαιο τὴν πώλησί σας καὶ θέλετε ἀντὶ αὐτῆς νὰ γραφῆ σὲ σᾶς ἐλευθερία, ὅσοι, τέλος, ὑποβαστάζεσθε καὶ ἀνυψώνεσθε ἀπὸ χέρια ἄλλων καὶ διανύετε ἔτσι τὸ μεγάλο τοῦτο πέλαγος, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσατε νὰ βαδίσετε μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ τραχεία ὁδό, ἡ ὁποία μία καὶ μόνη πλάνη κρύβει: Αὐτὴν ποὺ λέγεται ἰδιορρυθμία. Αὐτὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε ἐντελῶς τὴν ἰδιορρυθμία σὲ ὅσα τοῦ φαίνονται καλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ θεάρεστα, αὐτὸς ἔφθασε στὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ, προτοῦ ἀρχίση νὰ τὴν βαδίζη. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπακοή: Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτόν του σὲ ὅλα τὰ καλὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
7. Ὅταν πρόκειται νὰ κλίνωμε τὸν αὐχένα μας στὸν Κύριον, καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας σὲ ἄλλον, μὲ λογισμὸ ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ κύριο σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴν σωτηρία μας, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδό μας στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, ἂν τυχὸν διαθέτωμε κάποια πονηρία καὶ σύνεσι, ἂς ἐξετάσωμε ἐρευνητικὰ καὶ -ἂς τὸ πῶ ἔτσι- ἂς δοκιμάσωμε τὸν κυβερνήτη. Γιὰ νὰ μὴν πέσωμε σὲ ναύτη ἀντὶ σὲ κυβερνήτη, σὲ ἀσθενῆ ἀντὶ σὲ ἰατρό, σὲ ἐμπαθῆ ἀντὶ σὲ ἀπαθῆ, σὲ πέλαγος ἀντὶ σὲ λιμάνι, καὶ ἔτσι προξενήσωμε στὸν ἑαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.
Μετὰ τὴν εἴσοδό μας ὅμως στὸ στάδιο τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ὑποταγῆς, ποτὲ πλέον καὶ σὲ τίποτε ἀπολύτως ἂς μὴ ἐξετάζωμε τὸν καλὸ ἀγωνοθέτη μας, ἔστω καὶ ἂν παρατηρήσωμε σ᾿ αὐτόν, σὰν σὲ ἄνθρωπο, μερικὰ μικρὰ ἴσως σφάλματα. Διότι διαφορετικὰ τίποτε δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν ὑποταγή, ἐὰν τὸν ἐξετάζωμε καὶ τὸν κρίνωμε.
8. Ὅσοι θέλουν νὰ τρέφουν πάντοτε ἀδίστακτη ἐμπιστοσύνη στοὺς Γέροντες, ἐπιβάλλεται νὰ διατηροῦν ἀλησμόνητα καὶ ἀνεξάλειπτα στὴν καρδιά τους τὰ πνευματικά τους κατορθώματα. Ὥστε, ὅταν οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νὰ ἐνσπείρουν μέσα τους ἀμφιβολία, νὰ τὰ ἐνθυμοῦνται καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουν.
Ὅσο δὲ ἡ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Γέροντα θάλλει μέσα στὴν καρδιά, τόσο τὸ σῶμα προθυμοποιεῖται σὲ κάθε διακονία. Ἐνῷ, ὅταν σκοντάψῃ στὴν ἀπιστία, θὰ πέση, διότι «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ´ 23).
9. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει νὰ ἐξετάσης ἢ νὰ κατακρίνης τὸν Ἡγούμενο, τινάξου μακρυὰ σὰν ἀπὸ πορνεία. Μὴ δώσης καθόλου ἄδεια στὸν ὄφι αὐτὸν οὔτε τόπο οὔτε εἴσοδο οὔτε ἀρχή. Καὶ ἀπάντησε στὸν δράκοντα: «Ὦ ἀπατεών, δὲν ἀνέλαβα ἐγὼ νὰ κρίνω τὸν Ἡγούμενο, ἀλλὰ ἐκεῖνος νὰ κρίνη ἐμένα. Δὲν διωρίσθηκα ἐγὼ κριτής του, ἀλλὰ αὐτὸς ἰδικός μου».
10. Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνῷ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτήν, κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώση νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον.
11. Ὁ ὑποτακτικὸς καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἂν μὲν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ὑπακούη τελείως - ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν φαίνεται τελείως - τότε ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ κάθε καταδίκη. Ἐὰν ὅμως ἱκανοποιῆ σὲ μερικὰ πράγματα τὸ θέλημά του - ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι ὑπακούει - τότε σηκώνει ὁ ἴδιος τὸ φορτίο του. Στὴν περίπτωσι αὐτή, ἂν ὁ Γέροντας δὲν παύη νὰ τὸν ἐλέγχη, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως ἐσιώπησε, τότε δὲν ξεύρω τί νὰ εἰπῶ!
12. Ὅσοι ὑποτάσσονται ἐν Κυρίῳ μὲ ἁπλότητα, αὐτοὶ τελείωνουν καλὰ τὸν δρόμο τους, διότι, ἀποφεύγοντες τὴν λεπτολόγο ἐξέτασι τοῦ Γέροντος, δὲν προσελκύουν κατεπάνω τους τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
13. (Ἀφοῦ ἔλθωμε στὸ Κοινόβιο), πρὶν ἀπὸ ὅλα ἂς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας στὸν καλό μας δικαστῆ, (τὸν Γέροντα), καὶ μόνο σ᾿ αὐτόν, ἂν ὅμως μᾶς προστάξη, καὶ ἐνώπιον ὅλων. Διότι πληγὲς ποὺ φανερώνονται, δὲν χειροτερεύουν, ἀλλὰ θεραπεύονται.
14. Φθάνοντας κάποτε σ᾿ ἕνα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερὴ καὶ ἐκπληκτικὴ κρίσι ἑνὸς καλοῦ κριτοῦ καὶ ποιμένος. Ἐνῷ εὑρισκόμουν ἐκεῖ, ἔτυχε νὰ ἔλθη γιὰ μοναχὸς κάποιος ποὺ ἦταν προηγουμένως λῃστής. Αὐτὸν λοιπὸν ὁ ἄριστος ἐκεῖνος ἰατρὸς καὶ ποιμὴν διέταξε νὰ ἀπολαύση ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες κάθε ἀνάπαυσι, καὶ μόνη ἀπασχόλησι νὰ ἔχη τὸ νὰ παρατηρῆ τὴν ζωὴ καὶ τὴν τάξι τῆς Μονῆς.
Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τὸν ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως ὁ ποιμὴν καὶ τὸν ἐρώτησε ἂν τοῦ ἄρεσε νὰ συγκατοικήση μαζί τους. Ὅταν δὲ τὸν εἶδε νὰ συγκατατίθεται μὲ ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια, τὸν ἐρώτησε πάλι τί ἁμαρτήματα διέπραξε στὸν κόσμο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ τὰ ἐξομολογῆται τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ προθυμία ὅλα, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάση τοῦ εἶπε πάλι: «Θέλω ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ φανερώσης ἐμπρὸς σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα». Καὶ ἐκεῖνος ἔχοντας μισήσει ὁλωσδιόλου τὴν ἁμαρτία του καὶ περιφρονώντας κάθε ἐντροπὴ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε ἀδίστακτα. «Καὶ ἂν θέλης ἀκόμη, τοῦ λέγει, τὰ ἐξομολογοῦμαι καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἀλεξανδρείας».
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό, ὁ Ποιμὴν συναθροίζει στὸ Κυριακὸ ὅλα τὰ (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τὸν ἀριθμό. Καὶ ἐνῷ ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία -ἦταν ἡμέρα Κυριακή- μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, δίδει ἐντολὴ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Ναὸ ὁ ἀθῷος πλέον ἐκεῖνος κατάδικος.
Τὸν ἔσυραν μερικοὶ ἀδελφοὶ κτυπώντας τὸν ἐλαφρά, μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο καὶ ἔχοντας ριγμένη στάχτη στὸ κεφάλι του. Καὶ μόνη ἡ θέα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἐδημιούργησε κατάπληξι σὲ ὅλους, ὥστε ἀμέσως νὰ ξεσπάσουν σὲ δάκρυα καὶ ὀλολυγμούς, ἐφ᾿ ὅσον κανεὶς δὲν ἐγνώριζε τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Ἔπειτα μόλις ἐπλησίασε στὴν πύλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱερὰ ἐκείνη κεφαλή, ὁ φιλάνθρωπος κριτής, τοῦ ἐφώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: «Στάσου! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθης ἐδῶ μέσα».
Ἐκεῖνος τότε ἐταράχθηκε ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Ποιμένος ποὺ τὴν ἄκουσε ἀπὸ τὸ Ἱερό. (Ὅπως ἀργότερα μᾶς ἐβεβαίωνε μὲ ὅρκους, τοῦ ἐφάνηκε ὅτι ἄκουσε βροντὴ καὶ ὄχι φωνὴ ἀνθρώπου). Πέφτει ἀμέσως ἔντρομος μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, συγκλονισμένος ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν φόβο. Ἐνῷ δὲ ἐκείτετο κάτω καὶ ἔβρεχε τὸ χῶμα μὲ τὰ δάκρυά του, ἐκεῖνος ὁ θαυμάσιος ἰατρός, ὁ ὁποῖος μεταχειριζόταν τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ συγχρόνως ἔδιδε σὲ ὅλους ἕνα ὑπόδειγμα σωτηρίας καὶ ἀληθινῆς ταπεινώσεως, τὸν προστάζει νὰ εἰπῆ ἐμπρὸς σὲ ὅλους ὅλα τὰ ἁμαρτήματά του ἕνα-ἕνα ξεχωριστά.
Τότε αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται μὲ τρόμο ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα ἕνα-ἕνα λέγοντας πράγματα ποὺ ἐξένιζαν κάθε ἀνθρώπινη ἀκοή. Ὄχι μόνο σαρκικὰ ἁμαρτήματα παρὰ φύσιν, κατὰ φύσιν, μὲ ἀνθρώπους, μὲ ζῷα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μαγεῖες καὶ φόνους καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀκούση οὔτε νὰ γράψῃ κανείς. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι αὐτή, προστάζει ὁ Ποιμὴν νὰ καρῆ ἀμέσως μοναχὸς καὶ νὰ συγκαταριθμηθῆ στοὺς ἀδελφούς.
15. Ἐγὼ τότε ἐθαύμασα τὴν σοφία τοῦ Ὁσίου ἐκείνου καὶ τὸν ἐρώτησα ἰδιαιτέρως, γιὰ ποιὸ λόγο προέβη στὴν παράδοξη αὐτὴ ἐνέργεια. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἦταν πράγματι ἰατρὸς ψυχῶν, μοῦ ἀπήντησε ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους:
«Πρώτον, χάριν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ὥστε μὲ τὴν ἐντροπὴ τῆς παρούσης ἐξομολογήσεως νὰ τὸν ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν μέλλουσα ἐντροπὴ – πράγμα ποὺ ἀσφαλῶς ἔγινε. Διότι, ἀδελφέ μου Ἰωάννη, δὲν ἐσηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μέχρις ὅτου ἐπέτυχε τὴν ἄφεσι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ μὴν ἀμφιβάλλης γι᾿ αὐτό, διότι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πῆρε θάρρος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔβλεπα τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιον φοβερὸ καὶ ἐπιβλητικὸ ἄνδρα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ γραμμένο καὶ ἕνα κοντύλι ἀπὸ καλάμι. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ριγμένος στὸ ἔδαφος ἐξωμολογεῖτο μία ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μὲ τὸ κοντύλι τὴν διέγραφε». Αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, σύμφωνα καὶ μὲ τὰ λόγια (του Δαβίδ): «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφήκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα´ 5). Δεύτερον, τὸ ἔκανα αὐτό, ἐπειδὴ ἔχω μερικοὺς ἀδελφοὺς μὲ ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοὺς παρακινῶ καὶ ἐκείνους στὴν ἐξομολόγησι, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ ἐπιτύχη τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του».
16. Εἶδα καὶ ἄλλα πολλὰ ἀξιοθαύμαστα καὶ ἀξιομνημόνευτα πράγματα, κοντὰ στὸν ἀείμνηστο ἐκεῖνο Ποιμένα καὶ τὸ ποίμνιό του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα θὰ προσπαθήσω νὰ σὰς τὰ παρουσιάσω. Διότι ἔμεινα κοντὰ τοὺς ἀρκετὸ καιρό, ἐξετάζοντας τὴν ζωή τους, ἡ ὁποία μου προξενοῦσε ὑπερβολικὸ θαυμασμὸ καθὼς ἔβλεπα πῶς οἱ ἐπίγειοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι ἐμιμοῦντο τοὺς οὐρανίους!
Συνδέονταν μεταξύ τους μὲ ἀδιάρρηκτο δεσμὸ ἀγάπης, χωρὶς ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη -πράγμα πολὺ θαυμαστό- νὰ ἔχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ἢ ἀργολογία. Πρὶν ἀπὸ ὅλα ἐφρόντιζαν νὰ μὴ τραυματίσουν σὲ τίποτε τὴν συνείδησι τοῦ ἀδελφοῦ. Ἐὰν τυχὸν εὑρισκόταν κανεὶς μὲ μίσος πρὸς τοὺς ἄλλους, ὁ Ποιμὴν τὸν ἐξώριζε ὡς κατάδικο στὸ ἰδιαίτερο καὶ ἀπομονωμένο Μοναστήρι (2).
Ὅταν κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ὡμίλησε στὸν Ποιμένα ὑβριστικὰ εἰς βάρος ἄλλου ἀδελφοῦ, τὴν ἴδια στιγμὴ διέταξε ὁ ὁσιώτατος Ποιμὴν νὰ ἐκδιωχθῆ. «Δὲν ἀνέχομαι -εἶπε- νὰ ὑπάρχη στὴν Μονὴ καὶ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος διάβολος».
Στοὺς ὁσίους αὐτοὺς μοναχοὺς εἶδα ὁμολογουμένως ὠφέλιμα καὶ ἀξιοθαύμαστα πράγματα. Εἶδα μία ἀδελφότητα, ἐν Κυρίῳ συναθροισμένη καὶ ἑνωμένη, ποὺ κατέκτησε σὲ θαυμαστὸ βαθμὸ τόσο τὴν πρακτικὴ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅσο καὶ τὴν θεωρία.
Ἀσκοῦσαν καὶ ἐγύμναζαν τὸν ἑαυτό τους τόσο πολὺ στὰ πνευματικά, ὥστε νὰ περιττεύη ἡ ὑπόμνησις τοῦ Γέροντος. Ὁ καθένας αὐτοπροαίρετα ξυπνοῦσε καὶ παρακινοῦσε τὸν ἄλλον στὴν πνευματικὴ ἐπαγρύπνησι. Ὑπῆρχαν μάλιστα στὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς τους ὡρισμένα ἱερὰ γυμνάσματα καλομελετημένα καὶ παγιωμένα.
Ἔτσι, ἂν συνέβαινε κάποτε στὴν ἀπουσία τοῦ Γέροντος νὰ παρασυρθῆ κάποιος στὴν κακολογία ἢ στὴν κατάκρισι ἢ στὴν ἀργολογία, τότε ἕνας ἀδελφὸς κάνοντάς του ἕνα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο νεῦμα τοῦ ὑπενθύμιζε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν συνέφερε. Ἐὰν τυχὸν δὲν ἔδειχνε συναίσθησι, ὁ ἀδελφὸς ποὺ τοῦ ἔκανε τὴν ὑπόμνησι ἔβαζε μετάνοια καὶ ἔφευγε.
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν συνομιλιῶν, ἂν χρειαζόταν νὰ εἰποῦν κάτι, εἶχαν σὰν μοναδικὴ καὶ παντοτεινὴ συζήτησι τὴν ἀνάμνησι τοῦ θανάτου καὶ τὴν σκέψι τῆς αἰωνίου κολάσεως.
17. Δὲν θὰ σὰς ἀποσιωπήσω καὶ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ θαυμαστὸ ἔργο τοῦ μαγείρου τους. Βλέποντάς τον νὰ ἔχη παντοτεινὴ περισυλλογὴ καὶ δάκρυα στὸ διακόνημά του, τὸν ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰπῆ πῶς ἀξιώθηκε νὰ λάβη ἕνα τέτοιο χάρισμα, καὶ ἐκεῖνος στὴν ἐπιμονή μου ἀποκρίθηκε: «Ποτὲ δὲν σκέφθηκα ὅτι ὑπηρετῶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸν Θεόν. Ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἀνάξιο γιὰ κάθε εἴδους ἀνάπαυσι καὶ ἡ θέα αὐτῆς τῆς φωτιᾶς μου ἐνθυμίζει συνεχῶς τὴν μελλοντικὴ φλόγα τῆς κολάσεως».
18. Ἀκούσατε καὶ ἄλλο παράδοξο κατόρθωμα τῶν μοναχῶν αὐτῶν: Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης, δὲν διέκοπταν τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Μὲ κάποιο συγκεκριμένο ἀλλὰ μυστικὸ νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς. Καὶ αὐτό, ὄχι μόνο στὴν τράπεζα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε συνάντησι καὶ σύναξί τους.
Ὅταν τυχὸν ἔπεφτε κάποιος σὲ παράπτωμα, τότε τὸν παρακαλοῦσαν καὶ τὸν ἱκέτευαν πολὺ οἱ ἄλλοι, νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ μεριμνήσουν αὐτοί, νὰ ἀπολογηθοῦν αὐτοὶ στὸν Ποιμένα καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίπληξι.
Ὁ μέγας ἐκεῖνος Ποιμὴν τὸ ἀντελήφθηκε αὐτὸ καὶ τοὺς ἔβαζε ἐλαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ὅτι ὁ τιμωρούμενος εἶναι ἀθῷος. Ὡστόσο ὅμως δὲν ἐπιζητοῦσε νὰ μάθῃ τὸν πραγματικὸ ἔνοχο.
Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ ἐκείνους ἐκδηλώσεις ποὺ νὰ ἐνθυμίζουν ἀργολογία ἢ ἀστειολογία!
Ἐὰν ἐπίσης ἄρχιζε κάποιος νὰ φιλονικῆ μὲ τὸν πλησίον του, ὁ τρίτος ποὺ τύχαινε νὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ ἔβαζε μετάνοια καὶ διέλυε τὴν ὀργή. Ὅταν δὲ ἀντιλαμβανόταν πὼς ἔμενε μέσα τοὺς μνησικακία, τὸ ἀνέφερε ἀμέσως στὸν Δεύτερο -μετὰ τὸν Γέροντα- καὶ αὐτὸς ἐφρόντιζε νὰ συμφιλιωθοῦν πρὶν δύση ὁ ἥλιος (πρβλ. Ἐφ. δ´ 26). Ἐὰν ὅμως ἐσκλήρυναν τὴν στάσι τους καὶ ἐπέμεναν, τότε ἐτιμωροῦντο μὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἕως ὅτου συμφιλιωθοῦν, ἢ ἀπεβάλλοντο ἀπὸ τὴν Μονή.
Ἡ διαγωγή τους αὐτή, ἡ τόσο ἀξιέπαινος καὶ προσεκτική, δὲν ἦταν πράγμα μάταιο καὶ ἀνωφελές, ἀλλὰ ἀντιθέτως παρουσίαζε πολλοὺς ἐμφανεῖς καρπούς.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁσίους ἐκείνους ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι στὴν πρακτικὴ καὶ στὴν θεωρητικὴ ζωή, στὴν διάκρισι καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἀντίκρυζε δὲ κανεὶς σ᾿ αὐτοὺς ἕνα θέαμα ἐκπληκτικὸ καὶ ἀγγελοπρεπές: Ὁλόλευκοι ἡλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι καὶ ἱεροπρεπεῖς, νὰ τρέχουν δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ ἔχοντας ὡς μεγαλύτερό τους καύχημα τὴν ταπείνωσί τους.
19. Εἶδα ἐκεῖ ἄνδρας ποὺ εἶχαν πενήντα περίπου χρόνια στὴν ὑπακοή, καὶ τοὺς ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰποῦν ποιὰ πνευματικὴ παρηγορία ἀπέκτησαν ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο. Ἄλλοι ὡμολογοῦσαν ὅτι ἔφθασαν σὲ ἄβυσσο ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ αὐτὴν ἀποκρούουν ἐπιτυχῶς κάθε ἐπίθεσι τοῦ ἐχθροῦ. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ὑπομένουν ἀναίσθητα καὶ ἀνώδυνα κάθε κακολογία καὶ ὕβρι.
Εἶδα καὶ ἄλλους ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀειμνήστους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁλόλευκοι ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ ἀγγελοειδεῖς. Εἶχαν φθάσει σὲ βαθύτατη ἀκακία καὶ ἁπλότητα, ἁπλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη μὲ τὴν ἀγαθή τους προαίρεσι καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀλογίκευτη καὶ ἀσύνετη σὰν ἐκείνη ὡρισμένων κοσμικῶν γερόντων, ποὺ τοὺς ὀνομάζουν φλύαρους καὶ «ξεκουτιασμένους».
Ἐφαίνοντο δὲ ἐξωτερικὰ τελείως ἤπιοι, προσηνεῖς, φαιδροί, χωρὶς τίποτε τὸ ἐπίπλαστο καὶ ἐπιτηδευμένο κὰ νοθευμένο στοὺς λόγους καὶ στὴν συμπεριφορά τους. Πράγματα ποὺ δὲν συναντῶνται εὔκολα! Ἐσωτερικά, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους ἀνέπνεαν σὰν ἄκακα νήπια τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα. Τὸ δὲ νοερό τους βλέμμα τὸ εἶχαν στραμμένο - ὠργισμένο καὶ ἀλύγιστο - ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν.
20. Δὲν θὰ ἐπαρκέση ὅμως, ὦ ἱερὲ φίλε μετὰ τῆς θεοφιλοῦς συνοδίας σου, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου, προκειμένου νὰ ἐξιστορήσω τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν οὐρανομίμητη ζωὴ τῶν μακαρίων ἐκείνων μοναχῶν. Ἀλλὰ εἶναι προτιμότερο νὰ κοσμήσω τὸν ἀκόσμητο λόγο μου μὲ τοὺς ἱδρώτας ἐκείνων, καὶ νὰ σᾶς διεγείρω ἔτσι σὲ θεάρεστο ζῆλο καὶ μίμησι, παρὰ μὲ τὶς ἰδικές μου πτωχὲς παραινέσεις, διότι «χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος κατακοσμεῖται» (πρβλ. Ἑβρ. ζ´ 7).
Μόνο σᾶς παρακαλῶ, μὴν ὑποψιασθῆτε καθόλου ὅτι σᾶς γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει τὴν ὠφέλεια.
21. Ἂς συνεχίσωμε λοιπὸν τὴν προηγούμενη διήγησι. Στὸ Κοινόβιο αὐτὸ εἶχε κοινοβιάσει πρὶν ἀπὸ μερικὰ ἔτη κάποιος Ἰσίδωρος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπὸ ἀρχοντικὴ τάξι. Αὐτὸν τὸν ἐπρόλαβα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ. Ὅταν τὸν ὑποδέχθηκε ὁ ὁσιώτατος ἐκεῖνος Ποιμήν, εἶδε ὅτι ἦταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, ἐπιβλητικὸς καὶ ἀγέρωχος. Καὶ ἐσκέφθηκε μὲ ἕνα ἀνθρώπινο τέχνασμα νὰ νικήση τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
Λέγει λοιπὸν στὸν Ἰσίδωρο: «Ἂν πραγματικὰ ἀπεφάσισες νὰ σηκώσης τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα σοῦ ζητῶ εἶναι νὰ ἀσκῆς τὴν ὑπακοή». «Ὅπως τὸ σίδερο στὸν σιδηρουργό, ἔτσι ἁγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στὴν ὑπακοή», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Ἱκανοποιημένος τότε ὁ μέγας Ποιμὴν ἀπὸ τὴν ἀπάντησι καὶ τὴν παρομοίωσι, προχώρησε ἀμέσως καὶ ἔδωσε στὸν σιδερένιο Ἰσίδωρο τὸ γύμνασμά του:
«Θέλω, ἀδελφέ, νὰ κάθεσαι στὴν πύλη τῆς Μονῆς καὶ μὲ φυσικότητα σὲ καθέναν ποὺ θὰ εἰσέρχεται ἢ θὰ ἐξέρχεται, νὰ βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου γιὰ μένα, πάτερ, διότι εἶμαι ἐπιληπτικός». Ὁ Ἰσίδωρος ὑπήκουσε σὰν ἄγγελος στὸν Κύριον.
Συνεπλήρωσε ἑπτὰ χρόνια σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄσκησι, καὶ ἔφθασε ἔτσι σὲ βαθύτατη ταπείνωσι καὶ κατάνυξι.
Τότε ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Ποιμήν, ἀφοῦ πέρασε ἡ «νομικὴ ἑπταετία» καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀφάνταστη ὑπομονὴ τοῦ Ἰσιδώρου, ἀπεφάσισε νὰ τὸν συγκαταριθμήση στοὺς ἀδελφοὺς -ἦταν ὑπεράξιος- καὶ ἐπὶ πλέον νὰ τὸν χειροτονήση κληρικό.
Ἐκεῖνος ὅμως μέσῳ ἄλλων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, ἱκέτευσε τὸν Ποιμένα νὰ τὸν ἀφήση νὰ τελειώση τὸν δρόμο του μὲ τὴν ἴδια ἄσκησι. Στὴν παράκλησί του αὐτὴ ἄφινε νὰ ὑποδηλωθῆ κάπως ἀμυδρὰ ὅτι ἔφθανε στὸ τέλος του, ὅτι ἐπλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Διδάσκαλος τὸν ἄφησε στὴν ἴδια θέσι, καὶ ὕστερα ἀπὸ δέκα ἡμέρες «δι᾿ ἀδοξίας ἐνδόξως ἐξεδήμησε» πρὸς τὸν Κύριον. Ἑπτὰ δὲ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησί του παρέλαβε κοντά του καὶ τὸν θυρωρὸ τῆς Μονῆς.
Τοῦ εἶχε εἰπεῖ, ὅτι «ἐὰν βρῶ παρρησία στὸν Κύριον, σύντομα θὰ σὲ ἔχω κοντά μου, γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ ἐκεῖ ἀχώριστοι». Ἔτσι καὶ ἔγινε, ὥστε νὰ φανερωθῆ ἀπόλυτα καὶ νὰ ἐπικυρωθῆ (ἀπὸ τὸν Θεόν) ἡ ἀκαταίσχυντος ὑπακοὴ καὶ ἡ θεομίμητος ταπείνωσίς του.
22. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ὁ μέγας αὐτὸς Ἰσίδωρος, τὸν ἐρώτησα τί ἐργασία εἶχε ὁ νοῦς του, καθὼς εὑρισκόταν ἐκεῖ ἐμπρὸς στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Καὶ δὲν μοῦ τὸ ἀπέκρυψε ὁ ἀείμνηστος θέλοντας νὰ μὲ ὠφελήση.
«Στὴν ἀρχὴ μέν, μοῦ εἶπε, συλλογιζόμουν ὅτι πωλήθηκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ ὡς ἐκ τούτου μὲ πολλὴ πικρία καὶ βία καὶ αἱματηρὸ ἀγώνα ἔκανα τὶς μετάνοιες. Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ἕνας χρόνος, τότε πλέον ἡ καρδιά μου δὲν αἰσθανόταν λύπη, ἀλλὰ ἐπερίμενα ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς μου. Καὶ ὅταν ἐπέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, τότε ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου μὲ βαθειὰ συναίσθησι ὡς ἀνάξιο νὰ διαμένη στὴν Μονή, νὰ βλέπη καὶ νὰ συναντᾶ τοὺς πατέρες, νὰ μεταλαμβάνη τῶν θείων Μυστηρίων καὶ νὰ ἀντικρύζη ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δὲ κάτω τὸ βλέμμα καὶ πιὸ κάτω ἀκόμη τὴν σκέψι περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἱκέτευα τοὺς εἰσερχομένους καὶ ἐξερχομένους νὰ προσεύχωνται γιὰ μένα».
23. Κάποτε, ἐνῷ καθόμαστε μαζὶ στὴν τράπεζα, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἡγούμενος ἔγειρε στὸ αὐτί μου τὸ ἅγιό του στόμα καὶ μοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ σοῦ δείξω θεϊκὸ φρόνημα μέσα σὲ βαθύτατο γῆρας»; Ἀφοῦ δὲ ἐγὼ τὸν παρεκάλεσα γι᾿ αὐτό, φωνάζει ὁ δίκαιος κάποιον ἀπὸ τὸ δεύτερο τραπέζι, ποὺ ὠνομαζόταν Λαυρέντιος καὶ εἶχε σαράντα ὀκτὼ περίπου χρόνια στὸ Μοναστήρι -ἦταν μάλιστα καὶ ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰν πρεσβύτερος στὸ ἱερατεῖο τῆς Μονῆς. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Λαυρέντιος, ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του. Ἀφοῦ ὅμως σηκώθηκε, δὲν τοῦ εἶπε τίποτε ἀπολύτως, ἀλλὰ τὸν ἄφησε νὰ ἵσταται ὄρθιος ἐμπρὸς στὸ τραπέζι καὶ χωρὶς νὰ τρώγη (ἐνῷ εὑρισκόμεθα ἀκόμη στὴν ἀρχὴ τοῦ γεύματος). Καὶ ἔμεινε στὴν θέσι αὐτὴ ὄρθιος μία ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ δυό, ὥστε ἐγὼ ἔφθασα στὸ σημεῖο νὰ ἐντρέπωμαι καὶ νὰ ἀτενίσω ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τὸν ἐργάτη αὐτὸν τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἦταν ὁλόλευκος γέρων ὀγδόντα ἐτῶν. Περίμενε ἐκεῖ, χωρὶς νὰ λάβη ἀπάντησι, μέχρι τέλους τοῦ φαγητοῦ, ὁπότε, ὅταν ἐμεῖς σηκωθήκαμε, τὸν στέλνει ὁ Ὅσιος στὸν μέγα Ἰσίδωρο, ποὺ ἀνέφερα ἐνωρίτερα, νὰ τοῦ εἰπῆ τὴν ἀρχὴ τοῦ τριακοστοῦ ἐνάτου Ψαλμοῦ, (δηλαδή: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι, καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου»).
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ σὰν πονηρότατος δὲν παρέλειψα νὰ ἐξετάσω καὶ νὰ δοκιμάσω τὸν γέροντα. Τὸν ἐρώτησα λοιπόν, τί σκεπτόταν ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα, ὄρθιος, ἐμπρὸς στὸ τραπέζι. «Οὐδέποτε -μοῦ ἀπήντησε- ἔβαλα στὸ νοῦ μου ὅτι μὲ διατάζει ὁ Ἡγούμενος, ἀλλ᾿ ὁ Θεός, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Ποιμένος ἐτοποθέτησα τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο, πάτερ Ἰωάννη, τὴν ὥρα ἐκείνη προσευχόμουν στὸν Θεόν, σὰν νὰ εὑρισκόμουν ὄχι ἐμπρὸς σὲ τραπέζι ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐνώπιον τοῦ θείου θυσιαστηρίου. Δὲν δέχθηκα κανέναν πονηρὸ λογισμὸ ἐναντίον τοῦ Ποιμένος, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ τρέφω ἀπέναντί του, διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 5). Ἐπὶ πλέον ὅμως, γνώριζε καὶ τοῦτο, πάτερ, ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ παραδώση τὸν ἑαυτόν του αὐτοπροαίρετα στὶς ἀρετῆς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀκακίας, δὲν παραχωρεῖ πλέον στὸν πονηρὸ «χῶραν ἢ ὥραν», γιὰ νὰ τὸν βλάψη.
24. Καθὼς ἀληθινὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ὁ σωτὴρ καὶ ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, παρόμοιον τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεὸς καὶ τὸν οἰκονόμο τῆς Μονῆς, σώφρονα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, καὶ πρᾴο ὅσο ἐλάχιστοι. Μία φορὰ λοιπὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί, ὁ μεγάλος (Γέροντας) τὸν ἐπέπληξε ἄδικα μέσα στὸ Κυριακὸ καὶ διέταξε, ἄκαιρα, νὰ τὸν βγάλουν ἔξω! Ἐγὼ δέ, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀθῷος σε ἐκεῖνο ποὺ τὸν κατηγοροῦσε ὁ Ποιμήν, ἀπολογήθηκα ὑπὲρ αὐτοῦ ἰδιαιτέρως.
«Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, πάτερ, ὅτι εἶναι ἀθῷος, μοῦ ἀπήντησε ὁ σοφός. Ἀλλ᾿ ὅπως εἶναι πράγμα οἰκτρό, νὰ ἁρπάξης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πεινασμένου νηπίου, ἔτσι ἀδικεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἐργάτη ὁ ὑπεύθυνος τῶν ψυχῶν, ὅταν δὲν τοῦ προξενῆ κάθε ὥρα στεφάνους, ὅσους γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπομείνη εἴτε μὲ ὕβρεις εἴτε μὲ ἀτιμίες εἴτε μὲ ἐξευτελισμοὺς καὶ ἐμπαιγμούς. Διότι ἔτσι προκαλεῖ τρεῖς πολὺ μεγάλες ἀδικίες:
Πρῶτον, στερεῖται ὁ ἴδιος τὸν μισθὸ ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησι.
Δεύτερον, ὅτι ἐνῷ μποροῦσε νὰ ὠφελήση καὶ ἄλλους μὲ τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, δὲν τὸ ἔπραξε.
Καὶ τρίτον -τὸ πιὸ σοβαρό- ὅτι πολλὲς φορὲς καὶ αὐτοὶ ποὺ φαίνονται καλοὶ καὶ ὑπομονητικοί, ὅταν παραμεληθοῦν πολὺν καιρὸ καὶ ὡς δῆθεν ἐνάρετοι δὲν ἐλέγχωνται πλέον οὔτε ὀνειδίζωνται ἀπὸ τὸν Γέροντα, ὑποβαθμίζονται καὶ χάνουν τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονὴ ποὺ εἶχαν. Διότι ὅσο καλὸ καὶ καρποφόρο καὶ παχὺ καὶ ἂν εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὅταν τοῦ λείψῃ τὸ πότισμα μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀτιμίας, τότε θὰ χορταριάση καὶ θὰ βλαστήση ἀγκάθια ὑπερηφανείας καὶ πορνείας καὶ ἀφοβίας. Τοῦτο γνωρίζοντας ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀπόστολος, ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Ἐπίστηθι, ἐπενέχθητι, ἐπίπληξον αὐτοῖς εὐκαίρως, ἀκαίρως» (πρβλ. Β´ Τιμοθ. δ´ 2).
Ἐγὼ δὲ ἔφερνα ἀντιρρήσεις στὸν (σοφὸ αὐτόν) ὁδηγὸ προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας καὶ συνεπῶς τὸν φόβο μήπως οἱ πολλοί, μὲ τὴν ἄδικη ἐπίπληξι -ἀκόμη ἴσως καὶ μὲ τὴν ὄχι ἄδικη- φθάσουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ τὸ Κοινόβιο.
Μοῦ ἀπήντησε τότε τὸ κατοικητήριο αὐτὸ τῆς σοφίας:
«Ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἐδέθηκε χάριν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ποιμένα μὲ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη, ὑπομένει μέχρις αἵματος καὶ δὲν ἀπομακρύνεται καὶ μάλιστα ἐὰν τυχὸν ἔχη εὐεργετηθῆ ἀπὸ αὐτὸν στὴ θεραπεία ψυχικῶν της τραυμάτων. Καὶ ἐνθυμεῖται τοὺς λόγους ἐκείνου ποὺ εἶπε: «Οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται χωρίσαι ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. η´ 38-39). Τὴν ψυχὴ ὅμως ἡ ὁποία δὲν ἐδέθηκε καὶ δὲν ἑνώθηκε σφικτὰ καὶ δὲν προσκολλήθηκε στὸν Ποιμένα, θὰ ἀπορῶ πολύ, ἐὰν τὴν ἰδῶ νὰ μὴ συνεχίζη ἄσκοπα τὴν παραμονή της στὸ Μοναστήρι, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει συνδεθεῖ μὲ ἐπιφανειακὴ ὑποταγή».
Καὶ πραγματικὰ δὲν διεψεύσθη ὁ μέγας αὐτὸς Ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ὡδήγησε καὶ ἐτελειοποίησε καὶ προσέφερε στὸν Χριστὸ καθαρὰ καὶ ἄμωμα θύματα.
25. Ἂς ἀκούσωμε τώρα καὶ ἂς θαυμάσωμε θεϊκὴ σοφία ποὺ εὑρέθηκε μέσα σὲ «ὀστράκινα» σώματα. Ὅσο καιρὸ ἤμουν ἐκεῖ, ἐκαμάρωνα τὴν πίστι καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀδάμαστη καρτερία τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν στὶς ἐπιτιμήσεις, στὶς περιφρονήσεις καὶ στὶς διώξεις -μερικὲς φορές- ὄχι μόνο ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ τῶν πολὺ μικροτέρων ἀδελφῶν. Καὶ χάριν πνευματικῆς οἰκοδομῆς ἐρώτησα ἕναν ἀδελφό, ποὺ λεγόταν Ἀββάκυρος καὶ εἶχε δεκαπέντε χρόνια στὴν Μονή.
Τὸν ἀδελφὸ αὐτὸν ἔβλεπα νὰ τὸν μαλώνουν ὅλοι σχεδόν, καὶ μερικὲς φορὲς μάλιστα νὰ τὸν διώχνουν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα οἱ διακονηταί, ἐπειδὴ εἶχε ἐκ φύσεως τὸ ἐλάττωμα νὰ εἶναι ὀλίγο φλύαρος.
Τοῦ εἶπα λοιπόν: «Γιατί, ἀδελφὲ Ἀββάκυρε, βλέπω κάθε ἡμέρα νὰ σὲ διώχνουν ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ πολλὲς φορὲς νὰ κοιμᾶσαι νηστικός»; Ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε: «Πίστεψέ μὲ, πάτερ, ὅτι μὲ δοκιμάζουν οἱ πατέρες μου, ἂν κάνω γιὰ μοναχός. Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνουν στὰ ἀληθινά. Καὶ ἐγὼ γνωρίζοντας τὸν σκοπὸ τοῦ μεγάλου, (δηλαδὴ τοῦ Γέροντος), καὶ τῶν ἀδελφῶν, τὰ ὑπομένω ὅλα χωρὶς κόπο. Καὶ νά, ποὺ συμπλήρωσα δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὸν λογισμὸ αὐτόν. Ἔτσι ἄλλωστε μοῦ εἶπαν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ὅτι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αὐτοὺς ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ εἰσέρχονται στὴν Μονή. Καὶ δικαίως, πάτερ Ἰωάννη! Διότι ἐὰν δὲν ὑποβληθῆ σὲ δοκιμασία ὁ χρυσός, δὲν θεωρεῖται καθαρός».
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γενναῖος Ἀββάκυρος ἀγωνίσθηκε δυὸ ἀκόμη χρόνια -μετὰ τὴν ἐπίσκεψί μου στὸ Μοναστήρι-, καὶ ἔτσι ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Καὶ πρὶν ξεψυχήση εἶπε πρὸς τοὺς πατέρας: «Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τὸν Κύριον καὶ σᾶς. Διότι μὲ τὸ νὰ μὲ πειράζετε ἐσεῖς γιὰ νὰ μὲ σώσετε, δὲν μὲ ἐπείραξαν οἱ δαίμονες δεκαεπτὰ ὁλόκληρα ἔτη»!
Ὁ ποιμήν, ποὺ πάντοτε ἔκρινε δίκαια, διέταξε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν σὰν ὁμολογητὴ -τοῦ ἄξιζε- ἀνάμεσα στοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους τῆς Μονῆς.
26. Θὰ ζημιώσω ὁπωσδήποτε τοὺς ζηλωτὰς τῶν καλῶν, ἐὰν θάψω στὸ μνῆμα τῆς σιωπῆς τὸ κατόρθωμα καὶ ἄθλημα τοῦ Μακεδονίου, τοῦ πρώτου διακόνου τῆς Μονῆς.
Αὐτός, ὁ ἰδιαίτερα ἠγαπημένος ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅταν κάποτε ἐπλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τὸν ποιμένα -δυὸ ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτή- νὰ μεταβῆ στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ κάποια του ἀνάγκη, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ τὸ γρηγορώτερο, γιὰ τὴν Ἀκολουθία καὶ ἑτοιμασία τῆς ἑορτῆς.
Ὁ μισόκαλος ὅμως διάβολος ἔφερε ἐμπόδιο στὸν ἀρχιδιάκονο καὶ ὡδήγησε τὰ πράγματα ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ ἔφυγε, νὰ μὴ προφθάσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Μονὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἁγίας ἑορτῆς, σύμφωνα μὲ τὴν διορία ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Γέροντα.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε, μία ἡμέρα ἀργότερα, τὸν βγάζει ὁ Ποιμὴν ἀπὸ τὴν θέσι τῶν διακόνων καὶ τὸν κατεβάζει στὴν τάξι τῶν τελευταίων ἀρχαρίων. Καὶ ὁ καλὸς ὑπηρέτης καὶ διάκονος τῆς ὑπομονῆς καὶ ἀρχιδιάκονος τῆς καρτερίας δέχεται τὸν ὁρισμὸ καὶ τὴν ἀπόφασι τοῦ Πατρὸς χωρὶς τὴν παραμικρὴ λύπη, σὰν νὰ ἐπιτιμήθηκε ἄλλος καὶ ὄχι αὐτός. Καὶ ὅταν συμπλήρωσε σαράντα ἡμέρες στὴν θέση αὐτή, ὁ σοφὸς Γέροντας τὸν ἐπανέφερε πάλι στὴν κανονική του σειρά. Τὴν ἑπομένη ὅμως ἡμέρα ὁ ἀρχιδιάκονος τὸν ἱκετεύει νὰ τὸν τοποθετήση πάλι στὴν ἴδια τιμωρία καὶ ἀτιμία, διότι -ἔλεγε- ἔπεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια σὲ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα.
Ὁ Ὅσιος κατάλαβε βεβαίως ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι τοῦ τὸ ζητοῦσε ἀπὸ ταπείνωσι, ὡστόσο ὅμως ὑποχώρησε στὴν καλὴ ἐπιθυμία τοῦ ἐργάτου. Ἔτσι ἔβλεπε κανεὶς ἕναν ὁλόλευκο καὶ σεβάσμιο γέροντα νὰ εὑρίσκεται στὴν τάξι τῶν ἀρχαρίων καὶ νὰ τοὺς παρακαλῆ ὅλους ἀπὸ καρδίας νὰ προσεύχωνται γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ -ὅπως ἔλεγε- ἔπεσε στὴν πορνεία τῆς παρακοῆς. Ὁ μέγας αὐτὸς Μακεδόνιος ἐμπιστεύθηκε στὴν ταπεινότητά μου τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία προσέτρεξε στὴν ταπεινωτικὴ αὐτὴ κατάστασι: «Ποτὲ ἄλλοτε, μοῦ εἶπε, δὲν αἰσθάνθηκα μέσα μου, ὅπως τώρα, τόση ἀνακούφισι ἀπὸ πολέμους καὶ τόση γλυκύτητα ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φῶς»!
27. Ἴδιον τῶν ἀγγέλων εἶναι τὸ νὰ μὴ πέφτουν, ἴσως διότι καὶ δὲν μποροῦν (πλέον) νὰ πέσουν, ὅπως λέγουν ὡρισμένοι. Τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιον νὰ πέφτουν, ἀλλὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν. Μόνο στοὺς δαίμονας συμβαίνει, ἀφοῦ μία φορὰ ἔπεσαν, νὰ μὴν ὑπάρχη πλέον περίπτωσις νὰ σηκωθοῦν.
atheatignosi
Δημοσίευση σχολίου