Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν νοτάριοι καὶ γραμματικοί του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στὰ χρόνια τοῦ Ἀρειανοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 349). Ἄριστα σπουδαγμένοι καὶ οἱ δύο, ὑπῆρξαν συνήγοροι θαρραλέοι της ὀρθόδοξης ἀλήθειας.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Παῦλος δὲν δέχθηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς Ἀρειανούς, ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ στὴν Ἀρμενία καὶ πνίγηκε ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Ἀρειανούς. Τότε οἱ δυὸ Ἅγιοι ἔμειναν πιστοὶ στὸν ποιμένα τους καὶ σταθεροὶ στὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Διότι πάντα στὸ μυαλό τους κυριαρχοῦσε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἔστε». Ἄν, δηλαδή, ἐσεῖς, μείνετε στερεοὶ στὴν διδασκαλία μου, λέει ὁ Κύριος, τότε πράγματι εἶσθε καὶ ἀληθινοὶ μαθητές μου. Ὁ Μαρκιανὸς καὶ ὁ Μαρτύριος τὸ ἀπέδειξαν περίτρανα αὐτό, ὅταν συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα.
Ὁμολόγησαν μὲ θάρρος μπροστὰ του τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἤλεγξαν αὐτὸν γιὰ τὶς παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε καὶ τοὺς σκότωσαν μὲ μαχαίρι.
Ὁμολόγησαν μὲ θάρρος μπροστὰ του τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἤλεγξαν αὐτὸν γιὰ τὶς παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε καὶ τοὺς σκότωσαν μὲ μαχαίρι.
Δημοσίευση σχολίου