Κείμενο από "Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας". Μεταφορά κειμένου στην νέα ελληνική από την Αθέατη Γνώση.
Επιμέλεια άρθρου: Vagedim
Φωτογραφία: Vagedim
Πηγή: Αθέατη γνώση
27 Ιουνίου 2023
Σαμψών, ο ξακουστός και φιλόξενος άνδρας, ο περιβόητος σε ολόκληρη την γη και την θάλασσα ο οποίος καταγόταν από την Ρώμη γεννημένος από πλούσιους και ευγενείς γονείς και μεγαλωμένος με αυτάρκεια πραγμάτων και με πλούσια ρούχα. Επειδή οι γονείς του ήταν από βασιλική γενιά και είχαν πολλά εισοδήματα και ξόδευαν χρήματα για να του μάθουν γράμματα, έγινε σπουδαίος μέσα σε λίγο καιρό αφού ήταν ευφυής και έμαθε όχι μόνον την φιλολογία και την φιλοσοφία αλλά και την ιατρική επιστήμη.
Περισσότερο από όλα όμως του άρεσε η ιατρική επιστήμη ως φιλάνθρωπη και ωφέλιμη για την ψυχή διότι και ο ίδιος ήταν από την φύση του φιλεύσπλαχνος και συμπονετικός προς τους ασθενείς και τους φτωχούς. Γι αυτό έμαθε την ιατρική για να φροντίζει εκείνους που έχουν ανάγκη τους οποίους έπαιρνε στο σπίτι του και όχι μόνο τους γιάτρευε ως γιατρός αλλά και τους υπηρετούσε και ξόδευε από τα δικά του για να τους τρέφει και να τους θεραπεύει ιατρικά και με βότανα.
Για την ευσπλαχνία του τον αξίωσε ο Θεός να κάνει από τότε θαύματα και θεράπευε κάθε ανίατη ασθένεια όπου οι άλλοι γιατροί δεν ήταν δυνατόν να θεραπεύσουν, όχι με την δύναμη των βοτάνων και την ανθρώπινη φροντίδα, αλλά με την βοήθεια του Θεού. Από ταπεινότητα όμως δεν ανέφερε πως τους έκανε καλά με την βοήθεια του Θεού αλλά προσποιούνταν ότι τους θεράπευε με τα βότανα.
Κάποια στιγμή οι γονείς τους πέθαναν, και έμεινε ελεύθερος να αφοσιωθεί με προτεραιότητα την φιλοξενία των ασθενών του. Πούλησε όλη την περιουσία από κινητά και ακίνητα και έδωσε τα χρήματα στους φτωχούς για να τα λάβει στην άλλη ζωή.
Φρόντιζε ξένους, έντυνε γυμνούς, τάιζε πεινασμένους, θεράπευε ασθενείς και έκανε κάθε είδους ευεργεσία. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν σκόρπισε τα πλούτη του για τον Χριστό, ο χρηστός και εύχρηστος υπηρέτης απογυμνώθηκε από όλα τα πρόσκαιρα και έμεινε ως αετός μεγαλόπνοος, χωρίς κτήματα και σπίτι, με ένα ρούχο, χωρίς να δέχεται χρήματα και δεν κράτησε δίπλα του τίποτα παρά μόνο έναν υπηρέτη για να τον βοηθάει στους ασθενείς του και να τους υπηρετούν και οι δύο.
Όμως για να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων, άφησε την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να φροντίζει κι εκεί τους ασθενείς. Έμεινε σε σπίτι φτωχό και φρόντιζε εκεί τους ασθενείς του αφιλοκερδώς. Και όχι μόνο εκείνους που είχαν μικρές ασθένειες, πυρετούς και οιδήματα που γιατρεύονται, αλλά και όσα οι άλλοι γιατροί δεν τολμούσαν να αναλάβουν, όπως: παράλυτους, δαιμονισμένους, τυφλούς και άλλες ανίατες ασθένειες τις οποίες θεράπευε. Η φήμη του Σαμψών διαδόθηκε σε όλη την Πόλη και όλοι οι ασθενείς έτρεχαν σε αυτόν και θεραπεύονταν.
Ολα αυτά τα έμαθε και ο αγιώτατος Μηνάς που ήταν τότε Οικουμενικός Πατριάρχης. Χειροτόνησε τον Σαμψών Ιερέα γνωρίζοντας τις αρετές του, ο οποίος όταν έλαβε την Ιεροσύνη ήταν 30 χρονών.
Εκείνο τον καιρό βασίλευε ο Μέγας Ιουστινιανός, ο οποίος είχε μια δύσκολη ασθένεια υπογάστρια και πρηζόταν η κοιλιά του σε μεγάλο βαθμό. Είχε τόσο πόνο που επιθυμούσε να πεθάνει. Μαζεύτηκαν όλοι οι γιατροί της Πόλης, οι οποίοι μόνο θεωρητικά υπόσχονταν να τον θεραπεύσουν για να τους δίνει ο Ιουστινιανός πολύ χρυσό και χρήματα. Δεν υπήρχε κανένα όφελος από τις ιατρικές τους πρακτικές και η ασθένεια του όλο και μεγάλωνε και κινδύνευε ο ασθενής να πεθάνει.
Βλέποντας λοιπόν ότι η ιατρική τους δεν έφτανε για να του δώσει την πολυπόθητη υγεία από τους ανυπόφορους πόνους, φώναξε με δάκρυα προς τον Κύριο ζητώντας από εκείνον βοήθεια. Και επειδή με πίστη και κατάνυξη ζήτησε, τον υπάκουσε ο εύσπλαχνος και του έδειξε στο όνειρο του πολλούς γιατρούς, ντυμένους όλους με την στολή του ιερέα.
Και πλησίασε προς τον Βασιλιά ένας νέος με χρυσοῦφαντα και λαμπρά ιμάτια, του έδειξε έναν από εκείνους τους γιατρούς, ταπεινό στην μορφή, ευπρεπή και κόσμιο και του είπε: <<Κοίταξε καλά βασιλιά να γνωρίσεις εκείνον τον άνθρωπο, γιατί μόνο αυτός έχει την δυνατότητα να σε θεραπεύσει και κανένας άλλος. >>
Τότε ξύπνησε ο Βασιλιάς και πίστεψε ως αληθινό το όνειρο που είδε, χάρηκε και διέταξε να έρθουν όλοι οι γιατροί τους οποίους παρακολούθησε προσεκτικά αλλά δεν έβλεπε τον κατάλληλο. Μετά βίας έμαθε για την υπόθεση ένας γιατρός όπου γνώριζε τον Σαμψών μόνο από τις αρετές του και τα θαύματα που έκανε.
Το ανέφερε αυτό στον Βασιλιά, κι εκείνος χάρηκε μόλις το άκουσε και έστειλε ανθρώπους να τον φέρουν με πολλές τιμές, μόλις τον είδε ο Βασιλιάς με τόση ευπρέπεια και ταπεινότητα, έχοντας τα γένια άλουστα και ατημέλητα τον γνώρισε ότι εκείνος που είδε στο όνειρο του ήταν αυτός. Από την χαρά του ο Βασιλιάς ξέχασε και την ασθένεια του, πήδηξε από το στρώμα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα και σε όλο το πρόσωπο με ευχαρίστηση λέγοντας του: « Εσύ είσαι, Πάτερ, που έταξες στο όνειρο μου να θεραπεύσεις την ασθένεια μου ».
Αυτό του είπε και τον πήρε από το χέρι να πάνε στα εσώτερα Βασίλεια, τον έβαλε να καθίσει δίπλα του όπου δεν χόρταινε να τον τιμά αλλά φιλούσε το χέρι του και το άγγιζε σε όλο του το πρόσωπο χάριν ευλογίας και αγιότητας και από την πολύ του ευλάβεια έκλαιγε ότι ο πόνος της ανάγκης τον βίαζε να καταφρονεί την μεγάλη αξία της Βασιλείας και να ευτελίζει τον εαυτό του.
Η πολύ ταπείνωση του Βασιλιά λύπησε πολύ τον Όσιο και αισθανόταν άσχημα από τις τιμές που του έδινε. και του λέει: <<Μην με κριματίζεις Βασιλιά διότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος και έχω την ανάγκη του Δεσπότη Χριστού την Χρηστότητα >>. Αυτό του είπε, και έβαλε το χέρι του στο σημείο που είχε το πρόβλημα ο ασθενής και έγινε τελείως καλά. Ο ταπεινός Σαμψών για να αποφύγει τους επαίνους, έβαλε λίγη αλοιφή στο σημείο εκείνο, δήθεν πως δεν ήταν αυτός η αιτία της θεραπείας του αλλά το βότανο. Όμως όλοι γνώριζαν την αλήθεια, επειδή δεν έκανε μόνο αυτό αλλά και άλλα θαύματα πριν και μετά.
Όταν κατάλαβε ο Βασιλιάς ότι θεραπεύτηκε εντελώς από την ασθένεια του, έμεινε ευχαριστημένος και ήσυχος. Θέλοντας να ανταμείψει την τεράστια αυτή ευεργεσία, έδωσε στον Οσιο πολύ χρυσό και άλλα πολύτιμα πράγματα, όσα αγαπούν οι φιλόκοσμοι. Ο Σαμψών έχοντας την φτώχεια μακαριότερη από κάθε χρυσό και πλούτο, δεν τα δέχθηκε και τα επέστρεψε στον Βασιλιά λέγοντας του: <<Αυτά που μίσησα για τον Χριστό μου χαρίζεις; Είχα κι εγώ από τους γονείς μου πολλά χρήματα και κτήματα αλλά τα περιφρόνησα γνωρίζοντας ότι το να είσαι φτωχός είναι πιο ωφέλιμο. Όμως, αν το θέλεις πολύ, διέταξε εργάτες να χτίσουν ένα νοσοκομείο δίπλα στο σπίτι μου για να φροντίζω εκεί τους ξένους και ασθενείς και να τους θεραπεύω. Αυτό θα κάνει το όνομα σου αξιομνημόνευτο και θα δημιουργήσει στην ψυχή σου μεγάλο όφελος>>.
Ο Βασιλιάς χάρηκε όταν το άκουσε αυτό, και διέταξε να το χτίσουν οι οικοδόμοι, οι οποίοι έχτιζαν και την Αγία Σοφία εκείνες τις ημέρες. Και το έχτισε πολύ μεγάλο όπως το επιθυμούσε ο Σαμψών. Μόλις τελείωσαν οι εργασίες όπως έπρεπε και με όλη την μεγαλοπρέπεια, το ονόμασε "Σαμψών του Ξενοδόχου" στο οποίο αφιέρωσε πολλά, κτήματα και άλλες χορηγίες για να πληρώνονται όσοι γιατροί θα υπηρετούσαν εκεί κατά καιρούς αλλά και ότι χρειαζόταν για να τρέφονται οι ξένοι, οι φτωχοί και ο άρρωστοι.
Το κτίριο αυτό το διηύθυνε ο Σαμψών με πολύ επιμέλεια όσα χρόνια έζησε υπηρετώντας τους ασθενείς ως Άγγελος Κυρίου σε ότι χρειαζόταν.
Και όταν γέρασε, ασθένησε και πέθανε χαρούμενος και ήσυχος γνωρίζοντας που θα πήγαινε και τι αγαθά τον περίμεναν.
Έφυγε λοιπόν εκείνη η ψυχή ευφραινόμενη και χαρούμενη. Το Ιερό και τίμιο του λείψανο έθαψαν στον Μέγιστο ναό του Αγίου Μωκίου του Μάρτυρα, ο οποίος ήταν και συγγενής του Οσίου, όπως έλεγαν εκείνοι που τους γνώριζαν.
Αλλά πως να αφήσουμε άγραφα τα τόσα θαυμαστά που έκανε ο Άγιος και μετά θάνατον;
Λιθογραφία του Αγίου Σαμψών. 1893.
Να αναφέρουμε εκείνο που έγινε τότε τον καιρό του Βασιλιά Ιουστινιανού και το γνώριζε όλη η Κωνσταντινούπολη. Πυρκαγιά άναψε από την Αγιά Σοφιά και έκαψε όλα τα τριγύρω σπίτια που υπήρχαν. Οταν έφτασε η φωτιά στον οίκο του Σαμψών, πήρε φωτιά λίγο η στέγη και όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε και τελικά έκαψε όλο τον οίκο σε μικρό διάστημα. Πολλοί προσπάθησαν με κόπο και διάφορους τρόπους να την σβήσουν αλλά ήταν αδύνατο. Όμως ο Όσιος επειδή λυπόταν να αφανιστούν οι κόποι του, πρόφτασε και εμφανίστηκε, και τον έβλεπαν που περπατούσε στην στέγη και πρόσταξε με θυμό την φωτιά, και... "Ω του θαύματος" η φωτιά έφευγε προς τα πίσω. Κατόπιν, ο Όσιος έκανε προσευχή και κατευθείαν ο οίκος έγινε όπως ήταν πριν, εκτός από ένα μέρος της στέγης το οποίο κάηκε στην αρχή.
Αλλά ας πούμε και κάτι ακόμη. Ενας άνθρωπος αποκαλούμενος Θεοδώρητος, κατέβαινε από μια σκάλα, γλίστρησε και εξάρθρωσε το πόδι του και αισθανόταν τόσο πόνο ώστε έμεινε άφωνος και ακούνητος και νοσηλεύτηκε σε κλίνη τρία μερόνυχτα ανάσκελα, χωρίς φαγητό και ύπνο, διότι ούτε να μιλήσει μπορούσε, επειδή ήταν σαν άψυχος και αναίσθητος. Και έτσι όπως ήταν, θυμήθηκε τον Όσιο Σαμψών που έκανε πολλά θαύματα, και τον επικαλέστηκε με τον νου του ( επειδή με το στόμα δεν ήταν δυνατό να μιλήσει καλά ) παρακαλώντας για την θεραπεία του. Και αμέσως, βλέπει τον Σαμψών μπροστά από το κρεβάτι του να ψηλαφίζει τον αστράγαλο του λέγοντας του: << Σήκω επάνω και δεν έχεις τίποτα κακό>>. Τότε, ο Άγιος έφυγε, αλλά ο ασθενής θεραπεύτηκε και καθώς σηκώθηκε νόμιζε ότι ονειρεύεται, διότι το απροσδόκητο του θαύματος τον έκανε να διστάζει για την θεραπεία του. Μόλις έπιασε και τα δύο πόδια του και είδε ότι ήταν καλά, θαύμασε το γεγονός και τρέχοντας πήγε στον τάφο του Οσίου να τον ευχαριστήσει δοξάζοντας τον Κύριο.
Διαβάστε και άλλο παρόμοιο περιστατικό που συνέβη στον κύριο του άνωθεν Θεοδωρήτου, στον Δρουγγάριο Λέοντα, ο οποίος έπαθε μεγάλη συμφορά όταν ήταν έφιππος και το άλογο του χτύπησε σε ένα τοίχο και έσπασε το πόδι του Λέοντα. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν, αποφάσισαν να κόψουν το πόδι του για να μην κινδυνέψει να πεθάνει. Ήταν ημέρα Τετάρτη, όταν έλαβαν την απόφαση, και την ερχόμενη νύχτα ο Θεοδώρητος βλέπει τρείς ανθρώπους που του είπαν: <<Πες του δεσπότη σου να μην αφήσουν τους γιατρούς να κόψουν το πόδι του και ότι την Παρασκευή έρχεται ο ξενοδόχος Σαμψών να τον θεραπεύσει ανώδυνα>>. Μόλις ξημέρωσε, ο Θεοδώρητος είπε στους γιατρούς το όραμα, όπου υπέμειναν έως ότου δουν τι θα γίνει. Την παρασκευή ξημερώθηκε ο Λέων υγιέστατος και όλοι θαύμασαν. Όμως αυτή δεν ήταν η μόνη ευεργεσία που του δόθηκε από τον Σαμψών, αλλά και άλλες δυο φορές θεραπεύτηκε από δεινές ασθένειες με θαυμαστό τρόπο. Για να μην φανεί αχάριστος προς τον Σαμψών, ανακαίνισε τον οίκο του Αγίου επειδή ήταν πλέον παλαιός και κινδύνευε να γκρεμιστεί, και τον ξαναέκτισε.
Πως όμως να μην αναφέρω το παράδοξο που έκανε στον Γενέσιο ο Άγιος; Αυτός ήταν ένας από τους κληρικούς, και τον είχαν στο Πανδοχείο του Σαμψών ως νοσοκόμο. Επειδή όμως δεν φρόντιζε τους ασθενείς όπως έπρεπε αλλά ήταν αμελής και νωχελικός, εμφανίστηκε αρχικά μια νύχτα σε εκείνον ο Άγιος και τον παρακίνησε να φροντίζει σωστά τους ασθενείς να μην υποφέρουν. Έπειτα όμως, επειδή δεν διόρθωσε τα σφάλματα του, του εμφανίστηκε ξανά και τον έδειρε τόσο, όπου έμεινε πληγωμένος και με μελανιές σε όλο του το σώμα, και από τον φόβο του άφωνος και μην μπορώντας να μιλήσει, του έδωσαν χαρτί και μελανοδοχείο να γράψει τι έπαθε. Εκείνος με λίγα λόγια έγραψε την υπόθεση την οποία άκουσε ο Δρουγγάριος, ο οποίος πήγε στο νοσοκομείο στον Γενέσιο, και βλέποντας τον ότι ήταν σιωπηλός και αμίλητος, παρακάλεσε τον Όσιο λέγοντας του: Άγιε του Θεού, ξέρεις πόση ευλάβεια σου έχω και πόσα ξόδεψα για τον οίκο σου. Λοιπόν, σε παρακαλώ κι εγώ να δώσεις την φωνή σε αυτόν τον νοσοκόμο να μας πει φανερά τι έπαθε και να δοξαστεί ο Κύριος. Λέγοντας αυτά και παρακαλώντας τον Άγιο, έγινε δεκτό το αίτημα του, και ο Γενάσιος μίλησε, και διηγήθηκε σε όλους τι συνέβη, οχι μόνο για το Ξενοδοχείο, αλλά και για την οικία του Οσίου που κατοικούσε πριν να χτιστεί εκείνο, την οποία ο Άγιος τον πρόσταξε να κάνουν εκκλησία, όπου και έκαναν και την αφιέρωσαν στο όνομά του. Σε αυτήν γίνονται εξαίσια θαύματα, από τα οποία θα γράψουμε δυο, τρία για να μην μακρύνουμε την διήγηση.
Κάποιος Άρχοντας με το όνομα Ευστράτιος και με το αξίωμα του "Πρωτοσπαθάριου" ( ανώτατες αυλικές διακρίσεις της μεσοβυζαντινής περιόδου ) φίλος του Δρουγγάριου, είχε μια ασθένεια στο ένα του μάτι που του προκαλούσε ψυχικό και οφθαλμικό πόνο. Ο Λέων τον συμβούλεψε λέγοντα του: « Το νοσοκομείο χρειάζεται λάδι, και αν δώσεις αρκετό για την αγάπη του Αγίου, εγώ θα είμαι εγγυητής του να σου δώσει υγεία». Τότε ο Ευστράτιος έταξε να δώσει το λάδι, εάν λάβει την θεραπεία πρώτα και έμενε υγιής. Έπειτα, όταν θεραπεύτηκε, φάνηκε προς τον ευεργέτη του αχάριστος και λησμόνησε να δώσει το έλαιο για το έλεος που έλαβε από τον Άγιο. Τότε ο Άγιος φάνηκε στον ύπνο του και του είπε: "Εμένα περιπαίζεις Ευστράτιε;" Ακούγοντας αυτό εκείνος, σηκώθηκε από τον ύπνο έντρομος και στέλνει το έλαιο στον Λέοντα, παρακαλώντας τον να δεηθεί του Αγίου να τον συγχωρέσει, επειδή έστειλε το χρέος του.
Ενας άλλος με το όνομα Βάρδας, είχε μια ασθένεια στα πλευρά την οποία οι γιατροί ονόμαζαν "άνδρακα" και είχε απλώσει πολύ το κακό ώσπου εξαπλώθηκε σε όλη την πλευρά έως το στήθος, το οποίο έκανε 5 τρύπες και του προξενούσε τόσο πόνο που επιθυμούσε τον θάνατο για να ησυχάσει. Οι γιατροί δεν είχαν καμία ελπίδα γι αυτόν. Τότε ήρθε η γιορτή του Αγίου, και πηγαίνοντας να αγρυπνήσουν στον ναό οι πιστοί, ο ασθενής έμεινε στο σπίτι του. Και το πρωί τον είδε ο οστιάριος Μιχαήλ (θυροφύλακας, κλητήρας" ήταν βυζαντινό αυλικό αξίωμα αποκλειστικά για ευνούχους αυλικούς αξιωματούχους) ντυμένο με λαμπρά ιμάτια και στεκόταν στον ναό του Αγίου χωρίς καμία ασθένεια, και τον ρώτησε πώς έγινε αυτό; Εκείνος του απάντησε αγαλλόμενος, χθες βράδυ που ήμουν στο σπίτι μου λυπημένος που δεν ήμουν σε θέση να έρθω στην πανήγυρι του Οσίου, βλέπω έναν γέροντα καλόγερο και μου λέει: Σήκω να πάς στον τάφο του Οσίου Σαμψών. Εγώ του απάντησα: Δεν μπορώ να σηκωθώ Κύριε. Και εκείνος μου είπε άλλες δυο φορές να σηκωθώ και εξαφανίστηκε. Εγώ βρέθηκα υγιής και δεν αισθανόμουν πλέον πόνο στο σώμα μου. Φώναξα την γυναίκα μου και της είπα να λύσει τον επίδεσμο που με είχε δεμένο, και πάνω σε αυτόν βρέθηκε κολλημένο ένα πόνεμα σαν αμανίτης,( μανιτάρι ) το οποίο βγήκε από την πληγή μου και έμεινα υγιέστατος. Έτσι ήρθα να ευχαριστήσω τον Άγιο για το καλό που μου έκανε. Τότε ο Βάρδας διηγήθηκε σε όλους το θαύμα, εν τω μεταξύ, οι γιατροί που τον είχαν για νεκρό τον εξέταζαν στο σημείο εκείνο και όλοι έμειναν άφωνοι.
Κάποιος άλλος αποκαλούμενος Γεώργιος, υπηρέτης ενός Μοναχού ονόματι Εφραίμ, είχε υδρωπικία και περιμένοντας στον τάφο του Αγίου πολλές ημέρες δεν είδε κάποιο όφελος. Απελπισμένος, πήγε στο σπίτι του Μοναχού Εφραίμ, ο οποίος τον έστειλε πάλι λέγοντας: "πήγαινε και προσκύνησε την εικόνα του Αγίου, και αλείψου από το λάδι στο καντήλι να λάβεις την θεραπεία σου. Μόλις συνέβη αυτό, ο ασθενής έγινε καλά.
Αρκοῦσιν αὐτὰ τὰ ὀλίγα νὰ μαρτυρήσουν τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει πρὸς τὸν Θεὸν ὁ Ὅσιος. Μάλιστα δὲ ἐξέρχεται ἅγιον μύρον κάθε χρόνον τὴν ἑορτήν του ἀπὸ τὸν τάφον του, ἔως τινὰς ἡμέρας καὶ τοῦτο εἶναι πλέον ποθεινότερον καὶ σεβασμιώτερον, παρὰ νὰ ἔτρεχεν ὅλον τὸν χρόνον, ὅτι πᾶν σπάνιον ἐπιθυμητὸν καὶ ἄριστον. Ἀλλ’ ὦ Πατέρων φιλόχριστε, χριστομίμητε, ἐλεῆμον καὶ εὕσπλαγχνε, δέομαί σου νὰ ὕεραπεύσῃς καὶ ἐμὲ τὸν ἄχρηστον ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, μὲ τὰ ὁποῖα παρώργισα τὸν Δεσπότην μου· καὶ νὰ μὲ ἀξιώσῃς διὰ πρεσβειῶν σου ἁγίων νὰ κάμω ἱκανὴν μετάνοιαν, ὅπως ἐπιτύχω τῆς αἰωνίου μακαριότητος ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Ὦ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Λειψανοθήκες στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύαρας Αγιον Ορος
Πηγή: Αθέατη Γνώση